Από φωτιές τού δειλινού
που καιν στον ουρανό της,
δεκάδες παίρνω χρώματα για
μια της ζωγραφιά
και φέρνω πίσω ανθηρό το
θείο πρόσωπό της,
ανώτερο κι ασύγκριτο με
όποιαν ομορφιά.
Δέκα τα χρόνια που ’φυγε,
μια μέρα αποφράδα,
μα η θωριά της έρχεται μπροστά
μου ταχτικά,
κάποιες νυχτιές χαμογελά
σε μια αστρική συστάδα
και από κει τα λόγια της
ηχούνε μυστικά.
Είναι πληγή και βάλσαμο η
γλύκα τής μιλιάς της,
και μοναχός μου απαντώ,
φωνάζω τ’ όνομά της.
Για σένα κάθε μέρα μου
γράφω κι ένα τραγούδι,
πώς σε κρατάω μέσα μου αμάραντο λουλούδι!