Στη ζώνη το ψαλίδι
κρεμασμένο
η Άτροπος, με ύφος βλοσυρό,
στο πέτο της η λέξη
πεπρωμένο
και λόγια μυστικά με το
γιατρό.
Μιλούσανε οι δυο τους επί
ώρα,
χειρονομούσε ο γιατρός,
ξεχώρισα στα λόγια της το
Τώρα,
εκείνος αντιδρούσε διαρκώς.
Μαλάκωσε η άστοργη μορφή
της,
σταμάτησαν τα λόγια στο
λεπτό,
ξεκίνησε την άκομψη φυγή
της.
Και νόμισα πως μόνος μου
πετώ.
Αχνά φαινόταν ένα περιστέρι,
ατμόσφαιρα τριγύρω μου θολή.
Η νοσοκόμα μού ’πιανε το
χέρι
και μου ψιθύριζε γλυκά:
αναβολή!
____________________________
(Ναρκωμένο όνειρο ασθενούς
που είχε καλό γιατρό…)