Είχα
πιάσει τα τριάντα και αρχίσανε
να
μου λένε για γυναίκα και για παντρειά.
Ήρθανε
δυο προξενήτρες, μου μιλήσανε
για
μια κόρη από σόι και καλή γενιά.
Με
βεβαίωσαν κι οι δύο πως την ξέρανε,
τρία
παλληκάρια, είπαν, τη γυρεύανε.
Μια
και δυο και τρεις και δέκα, και με πείσανε·
λίγες
μέρες αρραβώνας, και στην εκκλησιά.
Κάποιος
κακοήθης είπε με τυλίξανε·
ίσως ήταν από ζήλεια η κακογλωσσιά.
Όλα
όμορφα κι ωραία προχωρούσανε,
πέρασαν
οι τρεις βδομάδες ήμουν μια χαρά,
και
στους δυο καλούς μου φίλους που ρωτούσανε,
έλεγα:
τι ευτυχία είναι η παντρειά!
Μες
στην τέταρτη βδομάδα ξαφνικά φωνή,
άρχισε
πολλά να λέει και μ’ επιμονή:
Θέλω
τούτο, θέλω κείνο, έτσι ξέρω εγώ,
μη
το ένα, μη το άλλο, δε μπορώ αυτό!
Πέρασαν
οι έξι μήνες, μέναν οι φωνές,
λίγα
τα ωραία λόγια, ψευτοαγκαλιές.
Σαν
χαμένο στον αέρα ήμουν αερόστατο
και
το βίο μού ’χε κάνει ανεόρταστο.
Άφαντες
οι προξενήτρες που με πείσανε,
κάτι
ήξερε εκείνος· με τυλίξανε.
Μια
και δυο και τρεις και δέκα, αγανάκτησα.
Άδραξα
τον εαυτό μου! Την παράτησα!
Λέξεις
από τα παλιά ωραίες έχουν πει πολλές,
στη
ζωή των παντρεμένων νά ’ναι ταιριαστές.
Ταίρι,
σύντροφος, συμβία και κυρά και σύζυγος.
Μα
ετούτη, αδερφέ μου, ήταν μια επίζυγος!