Ήρθε κι απόψε το
σούρουπο ήρεμο
κι οι πινελιές στα
βουνά αργοσβήνουν,
σπρώχνει τις μέρες
φθινόπωρο ήμερο,
τα φυλλοβόλα
αρχίζουν να φθίνουν.
Κι ο συγγραφέας
στην ήσυχη άκρη του,
στη θαλπωρή τού
λυκόφωτος μένει,
κάποτε πέφτει στην
πένα το δάκρυ του·
μια ηρωίδα στο νου
γυροφέρνει.
Εξηνταπέντε βαραίνουν
την πλάτη του,
άραγε πόσο νομίζεται
νέος;
Στήνει καινούριες πλοκές
μες στα δάση του,
ίδιο το πνεύμα του,
μένει ακμαίος.
Μέσα στην άψη σε
καίριο ζήτημα,
χτύπος στην πόρτα
του τον συνεφέρνει.
Όπως ανοίγει,
αιφνίδιο σκίρτημα·
βλέπει μια κόρη και
άναυδος μένει.
Πλάσμα υπέροχο της
ιστορίας του
στο πονεμένο
διήγημά του,
το δημιούργημα της
φαντασίας του,
ίδια, πανέμορφη
στέκει μπροστά του.
Μοιάζει με όνειρο.
Σαν μια παραίσθηση
η ηρωίδα του
φανερωμένη,
χέρια λεπτά
απλωμένα σαν δέηση,
κάτι να πει
προσπαθεί, ταραγμένη:
– Μήνες πασχίζω γι’
αυτήν τη συνάντηση·
πρέπει - δεν πρέπει
και πώς να μιλήσω,
μέσα μου πάλη, η
μάχη μου άνιση
κάτι παράταιρο να
σου ζητήσω.
Την ηρωίδα σου όπως
την έπλασες,
νόμισα διάβαζα τον
εαυτό μου,
μπήκες στο είναι
μου και το διαπέρασες,
λες κι ήσουν κάποτε
ο άνθρωπός μου.
Οι γνωριμίες μου χρόνια
ανέραστα,
η μοναξιά απομένει
δική μου.
Τριανταένα τα
χρόνια που πέρασα,
τώρα θωρώ τι δονεί
την ψυχή μου.
-------------
Κοντανασαίνει η
κόρη και στέκεται
και την καρδιά της
τη νιώθει κομμάτια,
ψάχνει τις λέξεις,
η γλώσσα αντιστέκεται,
πλημμυρισμένες οι
βρύσες στα μάτια.
– Δέξου με πλάι
σου, να ’μαι ο ίσκιος σου,
όλο το είναι μου να
’χω για σένα,
στη μοναξιά σου ο σίγουρος
φίλος σου,
μάτια δε θά ’χω για
άλλον κανένα.
-------------
Μία πανίσχυρη άγνωρη
δόνηση
ταρακουνάει το
συγγραφέα,
έχει μπροστά του
θαυμάσια πρόκληση,
πώς ν’ απαντήσει
στην όμορφη νέα;
– Ήρθες μπροστά μου
γυναίκα εξαίσια
σαν Ορειάδα
γραμμένη στα έπη,
μια παρουσία για
μένα θεσπέσια,
ήδιστη πρόσκληση! Όμως
δεν πρέπει!
Φέγγει αγνή η
αλήθεια τής σκέψης σου,
αμφιβολία καμιά δε
μου μένει,
απ’ την ψυχή
αναβλύζουν οι λέξεις σου
σαν και το δάκρυ
σου· γνήσιο βγαίνει.
Διάπλατοι δρόμοι
μπροστά σου ανοίγονται,
έχεις τη νιότη σου
και τον παλμό σου,
όμως για μένα οι
δρόμοι μου κλείνονται,
θά ’μαι εμπόδιο στο
ριζικό σου.
Πόσο το μέλλον μου;
τά ’χω τα χρόνια μου,
ό,τι ’ναι τώρα
λαμπρό, θα ζαρώσει,
βλέπεις που έχουν
αρχίσει τα χιόνια μου.
Κρίμα η νιότη σου
να μαραζώσει.
– Δε λογαριάζω τι
είναι η νιότη μου,
βλέπω το μέλλον μου
μες στη θωριά σου,
είναι πυξίδα για
μένα οι πόθοι μου,
με οδηγούνε να ζήσω
κοντά σου.
– Μοιάζεις λουλούδι
με σπάνιο άρωμα,
μέσα στο σπίτι μου
άνοιξη φέρνει,
σήμερα ζω το
γλυκύτερο αντάμωμα,
η παρουσία σου με
συνεπαίρνει.
Μέγιστο δώρο να
γίνεις το ταίρι μου,
φλόγα θεόρατη τώρα
με καίει,
λες κι ανασταίνεται
το καλοκαίρι μου.
Μα η ευθύνη μου
άλλα μού λέει.
– Ξέρω τα χρόνια
μου, δίνω το λόγο μου,
θέλω να ζήσω για
πάντα κοντά σου,
δίπλα σου εγώ θα
μακρύνω το δρόμο σου,
θα ομορφύνουνε τα
όνειρά σου.
– Πόθοι ανίκητοι,
ω! συ νεότητα,
πόσα το πάθος μπορεί
κι επιτρέπει;
Πώς η ευθύνη
μπροστά στην αγνότητα;
Πώς και το δίλημμα
πρέπει - δεν πρέπει;