Άφυλλη
κι άνανθη τέσσερα χρόνια
στέκει
ορθή στη μικρή μου αυλή,
ούτε
που νοιάζεται πλέον για χιόνια,
ήλιο,
αέρα, χαλάζι, βροχή.
Στέκει
ορθή στη μικρή μου αυλή,
φώναξα· μη και κανένας τη ρίξει,
κάποιαν
ελπίδα κρατώ αμυδρή,
ίσως
βοηθά ν’ αναβάλλω τη λήξη.
Είναι
μια ήσυχη παρηγοριά μου,
κι
ας πεθαμένη η μηλιά, μα ορθή,
όπως
τη βλέπω εδώ στη γωνιά μου,
με
ξαπλωτό το λειψό μου κορμί.