Σιγανός
ο νοτιάς στο κρυφό μας λημέρι,
τραγουδούσε
το πεύκο μας διακριτικά,
ανεπαίσθητα
έφτανε το μεσημέρι
και
τα πάντα τριγύρω μας ονειρικά.
Απ’
τα βάθη σου πήγαζαν εύμολποι στίχοι,
ξεκινούσες
τραγούδι κι εσύ, διαλεχτό,
του
δεσμού μας υμνούσες την εύλαλη τύχη,
με
ιάμβους πυκνούς απαντούσα εγώ.
Με
τις λέξεις μου έπλαθες άλλες εικόνες
και
ωραίους ανίχνευα υπαινιγμούς,
οι
ευδιάκριτες νύξεις για νέους κανόνες
υπονόμευαν
κάποιους παλιούς δισταγμούς.
Είχαν
γίνει ζεστές τού τοπίου οι ώρες,
ο
νοτιάς κουρασμένος, το πεύκο σιωπή,
το
λημέρι μας φύλαγαν νύμφες και κόρες,
σαν
Δρυάδα και συ, πινελιά θαυμαστή.
Απ’
τους στίχους ξεπήδησαν άφθονες σπίθες,
των
χεριών μας δυνάμωσε η αγκαλιά.
Μία
λέξη περίμενα· κι όπως την είπες,
της
φωνής σου το χρώμα τρανή πυρκαγιά.
Είχαν
γίνει ζεστές τού τοπίου οι ώρες
και
τα λόγια μας έπεσαν μες στις σιωπές.
Τραβηγμένες
στην άκρη οι νύμφες κι οι κόρες
στης
αφής μάς αφήσανε τις προτροπές.