Πικρός
ο Σεπτέμβρης στο νέο σχολείο,
Γυμνάσιο
πια, μακριά το χωριό,
η
πόλη μικρή, μα για μένα μεγάλη,
οι
άνθρωποι άλλοι, τοπίο θολό.
Κατάλογοι
νέοι, «σκασμός», «στοιχηθείτε»,
χαστούκια
αδιάντροπα, άγριες φωνές,
εκεί
που ζητούσαμε χείρα βοηθείας,
εχθρούς
μάς φερθήκαν, μικρούς μαθητές.
Στα
λίγα μας γίδια φτερούγισ’ η σκέψη,
να
φύγω ξανά στις δικές μου πλαγιές,
χωρίς
απειλές σπουδαγμένων δασκάλων,
των
λύκων καλύτερες οι υλακές.
Μ’
αρέσαν τα γράμματα και τα βιβλία,
τον
κόσμο να μάθω, να ξέρω πολλά,
μα
πάνω απ’ όλα ζητούσα μονάχα,
να
μη με προγκίζει ποτέ η σκλαβιά.
Σκληρή
η βδομάδα και είπα θα φύγω
και
ας συγκρουστώ με παππού και γονείς,
που
είχανε βάλει σκοπό τους και όρκο,
σπουδαίος
να γίνω, να είν’ ευτυχείς.
Τη
δεύτερη ώρα, πρωί τού Σαββάτου,
το
διάλειμμα χτύπησε λυτρωτικό,
και
μες στο προαύλιο, δίπλα στη βρύση,
μπροστά
μου ένα πρόσωπο μοναδικό.
Καμπάνα
αντήχησε μες στην καρδιά μου,
για
πρώτη φορά χτύποι τόσο τρελοί,
για
πρώτη φορά ένα τέτοιο κορίτσι.
Κομμένη
ανάσα, χαμένη φωνή.
Και
όπως την κοίταζα μαρμαρωμένος,
τα
βλέμματα ήρθαν στην ίδια γραμμή,
το
ρόδινο φώτισε τα μάγουλά της.
Κουδούνι
για μάθημα. Μεταβολή.
Αιώνας
να φύγει η τρίτη η ώρα,
τρεχάλα
στο διάλειμμα κι αναμονή.
Με
άλλα κορίτσια παρέα μεγάλη,
κι
εγώ απ’ την άκρη να δω αν με δει.
Περάσανε
ώρες, περάσανε μέρες,
διαγράφτηκαν
γίδια, πλαγιές και φυγή,
απάνω
απ’ όλα το πρόσωπο εκείνης,
και
ήτανε τόσο γλυκιά ταραχή.
Μαθήματα
δύσκολα, ώρες μελέτης,
μα
πείσμα να είμαι καλός μαθητής,
πρωί
ανυπόμονα για το σχολείο,
και
μες στην ψυχή μου φωτιά προσμονής.
Και
κει που τα βλέμματα είχαν πυκνώσει,
απρόσμενα
ήρθε η άλλη φυγή.
Μακριά
μου σε πήραν μια νύχτα, Αννούλα,
στου
κόσμου την άκρη μετεγγραφή.
Εγώ
στο σχολειό μας, εσύ στη Μελβούρνη,
οι
ώρες κι οι μέρες γυρίσαν βαριές,
τετράδια,
βιβλία και μέσα η μορφή σου
κι
ας ήτανε όμορφες γύρω πολλές.
Προσπάθησα
χρόνια, να μάθω, Αννούλα,
και
γράμματα έστειλα για να σε βρω,
αλλιώς
είχε κάνει τα σχέδια η Τύχη,
μα
πάντα απάνω μου σε κουβαλώ.
Και
τώρα, Αννούλα, που παίζω μ’ εγγόνια,
η
μνήμη σε φέρνει μπροστά μου, κρυφά,
και
όσο περνούνε και φεύγουν τα χρόνια,
αέναη
καίει εκείνη η φωτιά.
Γλυκό και πικρό ταυτόχρονα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνα κομμάτι απ' την ψυχή σου, νιώθω ότι μας μοίρασες.
Να'σαι καλά Άρη!
Με συγκίνησες...
Ευχαριστώ πολύ, Μαρία, για την επίσκεψη και το εξαιρετικό σου σχόλιο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ίδιο με την Μαρία θα πω... πόση συγκίνηση αυτό το κομμάτι κρύβει μέσα του... πόση νοσταλγία !!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα που η άδολη αγάπη κράτησε τ΄ αγρίμι στο θρανίο κι όλα πήραν έτσι ξαφνικά τον δρόμο τους γιατί ... έτσι το ήθελε η μοίρα!!!
Καλό Φθινόπωρο αγαπητέ μου κ. Άρη
να είστε πάντα καλά !!!
Ευχαριστώ πολύ, Levina. Η συγκίνηση που προκάλεσαν οι στίχοι μου, επιστρέφει σε μένα μεγεθυμένη από το σχόλιό σου, όπως και της Μαρίας. Να είστε καλά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάντα καταφέρνεις να μας συγκινείς αγαπητέ ποιοτικέ μας φίλε...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχάριστο να γράφει κανείς στίχους. Διπλά ευχάριστο να βρίσκουν έδαφος και σε άλλες ψυχές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓεμάτο συγκινήσεις κι ένας καημός αγιάτρευτος να φωτίζει τους στίχους και την εποχή...υπέροχο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤελικά η αγάπη μας κάνει να προσπαθούμε πάντα!
Καλό ξημέρωμα!
Πράγματι, κινητήρια δύναμη η αγάπη. Και η ώθησή της πανίσχυρη. Ευχαριστώ πολύ, Μαρία.
ΔιαγραφήΩ! Σε ευχαριστώ που εξαιτίας της συνέχειας του είδα κι αυτό το γλυκόπικρο έμμετρο αφήγημα μιας τρυφερής ιστορίας δίχως αύριο ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜα πόση αξία είχε Τότε!
Χαιρετώ φίλε Άρη :)))
Απομένει μία ανάρτηση ακόμα επί του θέματος, στο μέλλον.
ΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ πολύ, Αριστέα.