Διακριτικοί οι γείτονές μου, μετρημένοι,
δυο χρόνια ούτε μία αφορμή,
στις συναντήσεις φειδωλοί, συγκρατημένοι,
απ’ την αρχή φανήκαν άνθρωποι κλειστοί.
Μα σήμερα κινήσεις στην αυλή τους
με γέλια, ομιλίες και χαρές,
κάποιοι θα ήρθαν, ίσως συγγενείς τους,
πληθωρικές ακούγονται ευχές.
Πρώτη φορά καλέσανε και μένα
και δείχνουνε σαν φίλοι καρδιακοί,
πρόσωπα βλέπω γελαστά, ευτυχισμένα.
Και η αιτία: μια μορφή αγγελική.
Ένα κορίτσι, ζωγραφιά η καλοσύνη,
μ’ ένα χαμόγελο σαν ρόδινη αυγή
και τ’ όνομά της ταιριαστό, τη λεν Μυρσίνη,
είναι του γιου τους η γλυκιά επιλογή.
Την ευτυχία λες και είχανε ξεγράψει,
δυο χρόνια τα χαμόγελα λειψά,
ποιος ξέρει τι να έχουνε περάσει;
Κι οι άλλοι συμπεράσματα πικρά.
Άνθρωποι άλλοι τώρα έχουν γίνει,
τα πρόσωπά τους παραμένουν λαμπερά.
Νιώθω κι εγώ πως κάτι ωραίο μού ’χει μείνει·
απολαμβάνω των γειτόνων τα φτερά!