Υπόδειγμα η Δημοπούλα, τα προτερήματα
πολλά,
με τάξη όλα μες στο σπίτι, υπόδειγμα και
στη δουλειά.
Καλοτυχίζαν τον Ξεφτέρη οι γείτονες κι οι
συγγενείς,
το αναγνώριζε κι εκείνος και δήλωνε
πανευτυχής.
Φιλότιμη, καλοσυνάτη, αθώα και
διαλλακτική,
εκείνος ένας εαυτούλης, τη βόλεψή του
είχε βρει.
Ανεκτική η Δημοπούλα, οι αντιρρήσεις της
μικρές,
σιγουρεμένος ο
Ξεφτέρης γι’ ατασθαλίες πονηρές.
Πρόχειρους είχε τους επαίνους και τα
λογάκια τα γλυκά,
κι όταν αργούσε τα βραδάκια, τα ψεματάκια
του πολλά.
Χαμογελούσε στον καθρέφτη, νόμιζε ήτανε
θεός
και η καλή του Δημοπούλα ανυποψίαστος
πιστός.
Μα ένα βράδυ τού Γενάρη βρήκε το σπίτι
αδειανό
κι ένα χαρτάκι στον καθρέφτη από τον
άβουλο πιστό.
Το ψέμα είχε τελειώσει γι’ αυτόν που
ήτανε θεός.
Και ο καθρέφτης καταπέλτης:
είσαι ανέντιμος, μικρός!