Σάββατο 12 Ιουλίου 2025

Η εξίσωση του Αφαίρη

 
Λαμπρές σπουδές στην Εσπερία,
λαμπρό το βιογραφικό,
λαμπρές και οι δημοσιεύσεις
στο έγκυρο περιοδικό.

Δικαιωμένος ο Αφαίρης
μ’ έναν λαμπρό διορισμό,
μια θέση σοβαρής ευθύνης,
σε κρατικό οργανισμό.

Καλείται τώρα ο Αφαίρης
να δώσει λύσεις πρακτικές, 
από τη θέση τής ευθύνης
γι’ ανάγκες επιτακτικές.

Φιλότιμα αναζητάει,
ψάχνει τις λύσεις στα χαρτιά,
γνωρίζει πλήθος εξισώσεις
και μαθηματικά βαριά.

Αδυνατεί όμως να λύσει
μία εξίσωση παλιά:
Το ένα κι ένα ίσον δύο
δεν είναι μέσα στα χαρτιά…

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2025

Συστηματική αλλοίωση

 
Φανερός εκβιασμός·
ανθρωπιστικός!
Βίαιος εποικισμός.

Ξένη σκοπιμότητα,
ντόπια αθωότητα.

Τώρα πλέον φανεροί
πληρωμένοι ανθρωπιστές
και δικαιωματιστές.

Και το κράτος θεατής,
ανικάνων πληρωτής,
διαρκείς αναβολές,
ψεύδη και αναστολές.

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025

Λατρεία, και μη

 
Καλά τα λίγα λόγια σου, καλή κι η αγκαλιά σου
και των χεριών το άγγιγμα καλό σαν τη μιλιά σου.
Ζητώ την παρουσία σου σαν βάλσαμο στον πόνο.
Πολλές ωραίες γύρω μου, μα εγώ εσένα μόνο.

Μπορεί ο λόγος σου ρηχός, δε βγαίνει απ’ την ψυχή σου,
τα μάτια σου ας μη μιλούν, μου φτάνει η μορφή σου.
Δεν έχω την απαίτηση και συ να με λατρεύεις,
μόνο να σ’ έχω δίπλα μου, ποτέ να μη μου φεύγεις.

Κι ας με κοιτάς λιγότερο απ’ όσο εγώ εσένα,
κι ας μη σκιρτάς στη θέρμη μου που καίει μόνο εμένα,
φτάνει να βλέπω πλάι μου τη σπάνια ομορφιά σου
κι ας είναι επιτήδευση κάποια γλυκόλογά σου!

        (Στη μνήμη τού καλοκάγαθου συναδέλφου που λάτρεψε
        τη συμβία του. Εκείνη πέρα από την ωραιότητά της δεν
        είχε να του προσφέρει τίποτα περισσότερο…)

Σάββατο 28 Ιουνίου 2025

Μικρό λαμόγιο απολογείται

 
Μόνο ένα διακοσάρι μπόρεσα και ξάφρισα, 
είμαι άτυχο λαμόγιο που νωρίς την πάτησα.
Τώρα με τις χειροπέδες χαίρεστε που βλέπετε,
όμως για την προσφορά μου τίποτα δεν ξέρετε.

Της κλοπής μου θα εκθέσω τα ευεργετήματα
κι ας τα πούνε, όσοι θέλουν, ευφυολογήματα.
Ας με καταγγείλουν κι άλλοι για αποκυήματα,
μόνο θέλω να προσέξουν τα επιχειρήματα.

Ένα χαμηλό σπιτάκι έχτισα στην κόρη μου,
κάπου εκατό χιλιάδες έριξα στην πόλη μου.
Οικοδόμοι και τεχνίτες – δέκα επαγγέλματα –
πληρωθήκαν τη δουλειά τους, δεν τους είπα ψέματα.

Διακοπές σε χωριουδάκια, αρκετά μου έξοδα,
χωρικοί απελπισμένοι είχαν κάποια έσοδα.
Έκανα κι ευεργεσίες σε φτωχά ιδρύματα
και ανήμπορων ανθρώπων έλυσα προβλήματα.

Τις διακόσιες χιλιαδούλες όλες τις δαπάνησα, 
μέσα σε τριάντα μήνες τίποτα δεν άφησα.
Έδωσα δουλειά σε κόσμο, πήραν τόσα χρήματα,
και το κράτος απ’ τους φόρους είχε εισοδήματα.

Οι μεγάλοι που το χρήμα το εξαφανίσανε,  
στα Καϊμάν και στις Σεϋχέλλες το εξασφαλίσανε,
άγνωστο πώς βρήκαν τρόπο και αθώοι κρίθηκαν,
από τις λαμογιολίστες μπόρεσαν και κρύφτηκαν.

Αθωώστε με και μένα που κινώ τα χρήματα,
τόσοι άνθρωποι στη χώρα είχαν ωφελήματα!

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2025

Νεφοεικόνες

 
Επίμονο το σύννεφο,              
ο ήλιος αγωνίζεται,                  
φυραίνει το σκοτάδι.                   

Θεσπέσια τα χρώματα
στης δύσης το συννέφιασμα·
πολύτιμο υφάδι.

Στα φορτισμένα σύννεφα
του Δία τα ξεσπάσματα·
το έλατο ρημάδι.

Χαμηλωμένο σύννεφο,
το ξέφωτο σκοτείνιασε·
γλυτώνει το ζαρκάδι.

Τραβήχτηκαν τα σύννεφα,
η βοσκοπούλα ήσυχη
στο πλούσιο λιβάδι.

Συννεφιασμένο πρόσωπο,
τα λόγια δίχως λύπηση
του άφησαν σημάδι.

Διαλύθηκαν τα σύννεφα,
λυμένη παρεξήγηση,
και βάλσαμο το χάδι.

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

Σε μια παλιά πολιτεία

 
Ο κυβερνήτης άθλιος, πολλοί ανεκτικότατοι,
η πολιτεία θλιβερή σε κρίση εντονότατη,
σε θέσεις διευθυντικές παρόντες βδελλοάχρηστοι,
σπανίως επιβίωναν κάποιοι θλιμμένοι άριστοι.

Ο κυβερνήτης προπετής, ξενοσυμφεροντόφιλος,
αδίστακτος και αλαζών, κακός, εξουσιόφιλος,  
θαρρούσε πως διηύθυνε ένα μικρό κατάστημα.
Κατάδηλα ανύπαρκτο το ηθικό του ανάστημα.

Ο κυβερνήτης ασφαλής με χίλιους δορυφόρους του,
κρατούσε μες στα ψέματα μυριάδες υπηκόους του.
Η παρακμή πρωτοφανής, οι γείτονες θρασύτατοι.
Οι προύχοντες αδιάφοροι, οι κίνδυνοι εγγύτατοι.

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

Το κίνητρο

 
Ολιγομίλητος ο Γιάννος,
το ύφος του συνεσταλμένο.
Απρόσεκτοι καθηγητές.
Και αρκετοί συμμαθητές
τον είχαν απαξιωμένο.

Το σύστημα παιδείας δεδομένο,                                 
αδιάφορο για κλίσεις μαθητών,
η διδακτέα και οι εξετάσεις
και το κυνήγι των καλών βαθμών.

Σε μια σχολή ο Γιάννος. Όπως κι άλλοι
συνέχισε ανώτερες σπουδές,
πιο βολική η Ιταλία,
και ήρθε πίσω με περγαμηνές.

Κατάφερε να μπει σε υπουργείο
με κάποιες εξετάσεις τυπικές.
Πολλοί οι επισκέπτες στο γραφείο,
οι γνωριμίες του σημαντικές.

– Σ’ αρέσει, Γιάννο, αυτή η εργασία;
– Το όνομά μου αρκετά γνωστό!
– Σ’ αρέσει, Γιάννο, αυτή η εργασία;
– Το πόστο μου απ’ όλους σεβαστό!

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

Μετά το κάψιμο του χωριού 1944

 
Ασυννέφιαστη ήρθε η δεύτερη μέρα,
το χωριό μαυρισμένο στο άπλετο φως,
αραιοί απομένουν καπνοί στον αέρα,
του πολέμου ο νόμος αιώνες ωμός.

Των Βανδάλων απόγονοι, ανθρωποβόροι
τής αρίας φυλής, ιταμοί εμπρηστές,
και  μαζί τους δοσίλογοι πλιατσικοφόροι
σαν τις Άρπυιες μες στις φτωχές μας αυλές.

Πλυσταριά, αχυρώνες, σωσμένα στρωσίδια
της ανάγκης φιλόξενες τώρα φωλιές.
Oι γυναίκες επίμονες στ’ αποκαΐδια
πιατικά στραβωμένα μαζεύουν σκυφτές.

Στον αγώνα κι οι γέροντες ανασκαλίζουν
όποια σκεύη σπασμένα και πόρτες μισές,
για τις πρόχειρες στέγες οι άντρες φροντίζουν·
του καιρού δε θ’ αργήσουν υγρές απειλές.

Τα μικρά τραμπαλίζουν καμένα σανίδια,
μουντζουρώνουν τα δάχτυλα, βάφουν, γελούν,
των μεγάλων παιδιών τελειωμένα παιχνίδια,
των ωρίμων ευθύνες στους ώμους βαστούν.

Tα μαζεύουν οι ώρες, η μέρα μικραίνει,
οι γριές έχουν σκίσει το λίγο δαδί
και το σούρουπο πια στα ερείπια γέρνει.
Ξαφνικά στην πλατεία ακούνε βιολί.

«Ο Λαβάνης αρχίζει γνωστά του αστεία»,
οι μεγάλοι τον ξέρουν και κάποιοι γελούν,
λίγο–λίγο απλώνεται η φασαρία,
τα παιδιά, σαν ακούσαν, τροχάδην να δουν.

Μια σωσμένη ανάφτηκε ασετυλίνη,
ο Λαβάνης αργό έχει πάρει σκοπό,
τα παιδιά πανηγύρι νομίζουν θα γίνει,
δεν αργούν να σχεδιάσουν δικό τους χορό.

Δισταγμοί των μεγάλων στο κάλεσμα σβήνουν,
λιγοστοί στην αρχή σιγανά τραγουδούν,
τις δουλειές τους η Δέσπω κι η Γιάννω αφήνουν
και απ’ όλους μπροστά το χορό ξεκινούν.

Κι αν της μέρας η κούραση τους δυναστεύει
και οι πλάτες φωνάζουν, τα χέρια πονούν,
ο χορός τη μεγάλη τους λύπη παλεύει,
τα τραγούδια γλυκά τις ψυχές τους δονούν.

Να κι ο γερο–Νικόλας που όλο σχεδιάζει
των προγόνων μηνύματα, σαν του μιλούν,
τα ερείπια αφήνει, αργά πλησιάζει.
Το βιολί σταματά και το γέροντ’ ακούν.

«Κι αν κακούργοι τη φτώχεια μας την αβγαταίνουν,
μες στων χρόνων το διάβα μάς φέρνουν δεινά,
οι ψυχές μας ορθές τον καιρό τον προφταίνουν,
των σπιτιών μας η στάχτη τραγούδια γεννά.

Η κατάρα τού χτες λίγο-λίγο θα σβήνει,
η ζωή μας με πείσμα ξανά θα στηθεί,
το χωριό μας απόψε υπόσχεση δίνει,
ομορφότερο, πάλι στον κόσμο θα βγει».

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

Παρήχηση 5 με χ και ρ

 
Αχόρταγοι οι καρχαρίες,
απ’ τους χειρότερους οι χείριστοι,
χοντρόπετσοι χρηματισμένοι,
ρηχοί, αχαρακτήριστοι.                   

Χρισμένοι στη χρηματολάσπη
λεχρίτες αχυρόφρονες,
πιράνχας χρηματιστηρίων
αχρείοι χρηματόφρονες. 

Χαραμοφάηδες στη χώρα,
χορηγιών αρπαχτικοί,
σιχαμεροί χαβιαροθήρες,
αχάριστοι, χολερικοί.

Κακεντρεχείς προχειρολόγοι,
ανυποχώρητα τραχείς,
ελαφροχέρηδες για χρόνια,
χοντροκομμένοι, χαμερπείς.

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025

Ένας αξιόλογος «φίλος»

 
Ευρύτατη η μόρφωσή του
σε ποικιλώνυμους τομείς,
το σπίτι μέσα στα βιβλία,
από μικρός φιλομαθής.

Ευχάριστος στις συζητήσεις,
με όλους μας διακριτικός,
ελκυστικός στις αφηγήσεις,
καλόπιστος, διαλλακτικός.

Κρατούσε όμως αποστάσεις,
δε συμπαθούσε το κοντά,
σε προσεγγιστικές προτάσεις
η άρνηση ευγενικά.

Ευχάριστος στις συζητήσεις,
έμενε όμως μακρινός.
Δεν ήθελε να προχωρήσεις
να γίνεις φίλος του στενός.

Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

Βιαστικό

 
Μια λέξη του μ’ ενόχλησε,
την πήρα μετρητοίς·
συμπέρασμά μου βιαστικό.

Μα ήταν αξιόλογος ο συνομιλητής,
κι η λέξη που μ’ ενόχλησε
λαθάκι του εκφραστικό.

Συμπέρασμά μου βιαστικό
κι απέρριψα τον άνθρωπο.
Θα ήταν ένα πρόσωπο
αρκούντως φιλικό!

Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

Αναβολή (μια αστεία ιστορία)

 
Έπεσε άρρωστη η γιαγιά, δεν τρώει ούτε και μιλά,
μόνο δυο λέξεις προσπαθεί, μα δεν τις λέει καθαρά.
Άλλοι μιλούνε για καρδιά, άλλοι για εγκεφαλικό,
κι όσοι δεν έχουνε δουλειά, βρήκανε θέμα στο χωριό.

Δυο μέρες κάτω η γιαγιά, είναι τα χρόνια της πολλά,
νοσοκομείο τελικά την πήγανε τα δυο παιδιά.
Οι φήμες τρέξανε γοργά, όπως συνήθως στο χωριό·
μάλλον τα τίναξε η γριά, το βρήκαν φυσιολογικό!

Οι συγγενείς της βιαστικοί, στο σπίτι για τα σχετικά,
μαζί τους είναι κι η κυρά που ήρθε απ’ την Κορυτσά,
να καθαρίσουνε καλά, μήπως και λόγια ακουστούν,
για της κηδείας τα γνωστά, όλα να τακτοποιηθούν. 
Κάποιος να πάει στο μαραγκό, έτοιμο νά ’χει το κουτί,
άλλος στην πέρα γειτονιά ο νεκροθάφτης να βρεθεί.

Ψάχνουν να βρούνε οι γιατροί κι όλο ρωτούνε τη γιαγιά,
αν έχει κάτι να τους πει, σε ποιο σημείο την πονά.
Ούτε μια λέξη η γιαγιά, κι έχει τα μάτια της κλειστά,
με το σφυγμό κανονικό, δεν κάνει κίνηση καμιά.

Κάποια στιγμή ένας γιατρός τής ακουμπάει την κοιλιά,
και τη ρωτάει δυνατά «μήπως πονάς εδώ, γιαγιά;».
Άχνα δε βγάζει η γιαγιά κι έχει τα μάτια της κλειστά.
Και τότε ο παλιός γιατρός κλείνει το μάτι πονηρά
και με το γέλιο του πνιχτό, λέει στους άλλους δυνατά:

Βλέπω πως έχει στην κοιλιά ένα απόστημα κακό
και πρέπει γρήγορα να βγει, πρόβλημα είναι σοβαρό,
στο χειρουργείο τη γιαγιά, πρέπει ν’ ανοίξει η κοιλιά,
να τη ναρκώσετε καλά, ούτε στιγμή να μη πονά.

Πριν αποσώσει ο γιατρός, ξάφνου στο πόδι η γιαγιά,
βγάζει στεντόρεια φωνή και το μπαστούνι της ζητά,
«θα σας τσακίσω τα πλευρά, χασάπηδες του κερατά,
δεν είμαι εγώ του θανατά, να μου ανοίξτε την κοιλιά».

Βάζουν τα γέλια οι γιατροί, καθησυχάζουν τη γιαγιά
και τη ρωτούνε στοργικά «γιατί γιαγιά η πονηριά;».
Ξεκαρδισμένη κι η γιαγιά, τούς εξηγεί το μυστικό,
γιατί δυο μέρες στο χωριό κάνει τον ψόφιο τον κοριό.

«Δύο παιδιά στην ξενιτιά ήρθανε φέτος να με δουν,
για πέντε μέρες στο χωριό και πάλι να ξενιτευτούν.
Την περασμένη τη χρονιά μού φέραν άγνωστη κυρά,
ούτ’ ένα δραμ ελληνικά, να κάθεται να με κοιτά,
κι όλοι κρυφά να καρτερούν να τα τινάξω η πικρή,
να ησυχάσουνε κι αυτοί κι ο νεκροθάφτης να χαρεί.

Είπα κι εγώ ν’ αστειευτώ να τους τραβήξω το αυτί,
που με παράτησαν εδώ κι αυτοί για την Αμερική.
Κι αν έχω ενενηνταδυό, δε θα μου φτάσουν εκατό,
κι αυτοί που μ’ έχουν βαρεθεί να σκάσουν μέσα στο χωριό».

Τη φέραν πίσω τη γιαγιά, που ήτανε του θανατά,
όρθια πάλι και γερή και γελαστή τούς τραγουδά:
Να κάνετε υπομονή, να κάψετε και το κουτί,
κι ο νεκροθάφτης κι ο παπάς κι οι βιαστικοί οι χωριανοί
να μάθουν όλοι πως αργεί να ρθει ο χάρος να με βρει.
Γράψαν χαρτί και οι γιατροί· μου δώσανε αναβολή!

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025

Και γέλιο

 
Πολλά μάς γράφεις, ποιητή, για των ανθρώπων τούς καημούς,
τους έρωτες, τα λάθη τους, τα πάθη, τους ξενιτεμούς.
Και για τη Φύση στιχουργείς, του τόπου μας τις ομορφιές,
γεφύρια, δέντρα και βουνά, πουλιά, λουλούδια, ρεματιές.

Ορμάς και στην πολιτική, μιλάς για τις φαυλότητες,
τους άθλιους, τους άδικους και τις ασημαντότητες.
Ενίοτε φιλοσοφείς με στίχους απαιτητικούς.
Και κάποτε χαμογελάς, αλλά με στίχους λιγοστούς.

Καλοί οι προβληματισμοί κι οι λυρισμοί κι οι στοχασμοί,
μα να θυμάσαι, ποιητή, θέλει και γέλιο η ζωή.
Έχει ανάγκη η ψυχή τ’ αστεία και τα κωμικά,
έστω για λίγο να ξεχνά τα χίλια δυο αρνητικά.

Τρίτη 3 Ιουνίου 2025

Με πόση παιδεία

 
Άριστα σ’ όλα η Βασούλα
και πέρασε Ιατρική.
Άριστα σ’ όλα τα γραπτά της,
και παθολόγος ειδική.

Στην αποστήθιση δοσμένη,
η Βάσω εξασφαλισμένη.

Κατέφθασαν με τη σακούλα
οι φαρμακοπροωθητές.
Κι έχει αρχίσει κι η Βασούλα
με το σωρό τις συνταγές.

Κι εγώ ο έξυπνος λαός
τρέχω στη Βάσω ενεός,
και ρίχνω χάπια στο στομάχι
ακόμα και για το συνάχι.

Και φωνασκώ στις διαδηλώσεις
και σε ποικίλες εκδηλώσεις:
Λεφτά, λεφτά για την Παιδεία,
λεφτά, λεφτά για την Υγεία!

Και η Πατρίδα η καμένη,
πονηρο-βλακορημαγμένη,
στην Εσπερία στριμωγμένη,
με χέρι πάλι απλωμένο,
για δάνειο μνημονευμένο.

Κι αρχίζει να ξαναμοιράζει,
(πόσους το αύριο τούς νοιάζει;),
μισά με κάποια ευφυΐα,
μισά με περισσή βλακεία!

Σάββατο 31 Μαΐου 2025

Απορία ενός γέρου

 
Τα χρόνια μου πέρασαν, όλα το δείχνουν,
σημάδια πολλά στο κορμί φανερά,
ιών εποχές στο κρεβάτι με ρίχνουν,
πολλά τού Καβάφη σβησμένα κεριά.

Και ήθελα τόσα ακόμα να κάνω,
μα ήσαν οι μέριμνες πάντα πολλές.
Με χέρι τρεμάμενο ό,τι κι αν πιάνω·
στην άκρη θα μείνουν ωραίες δουλειές.

Τα χρόνια μου πέρασαν, φύγαν για πάντα,
του χρόνου οι δείκτες ποτέ σταθεροί.
Αν μέναμε στάσιμοι πριν τα σαράντα,
αν ήμασταν όλοι μονίμως γεροί!

Σοφέ παντοδύναμε, που σε υμνούμε
και όπου κοιτάξεις υπάρχει ναός,
δε θά ’ταν καλύτερα να μη γερνούμε
και άγνωστη νά ’ναι η λέξη νεκρός;

(Χιλιάδες αιώνες κι ακόμα η Φύση
οδεύει σε δρόμο που μένει στενός,
μπορεί κάποια μέρα να βρει άλλη λύση
και άγνωστη νά ’ναι η λέξη νεκρός;)

Σάββατο 24 Μαΐου 2025

Πολιτισμός αντιποίνων

 
Μου έριξες μία γροθιά
εγώ σου ρίχνω εκατό.
Μου έσπασες το πόδι μου,
εγώ σου κόβω το λαιμό.

Μπορεί να διαμαρτύρεσαι
πως είσαι αδικημένος,
μα είσαι απολίτιστος,
εγώ πολιτισμένος.

Μιλούν για ηθικές αρχές
πολλοί κατήγοροί μου.
Να πούνε ό,τι θέλουνε,
εγώ με την ισχύ μου

θα συνεχίσω ακάθεκτος,
κι ας απομείνω μόνος.
Εγώ έχω τη δύναμη.
Και νόμος μου ο φόνος.

Τετάρτη 21 Μαΐου 2025

Ήττα διαρκείας

 
Τω τριακόσια εικοσιπέντε
ιερατείο και παλάτι
αχρείος εναγκαλισμός.

Και άρχισε ο πόλεμος·
με δόγματα δεδιωγμένος
ο παλαιός πολιτισμός.

Ο χρόνος αδυσώπητος.
Και απομένει ηττημένος
ο μέγιστος Ελληνισμός.

Δευτέρα 19 Μαΐου 2025

Η τύχη ενός καλού ανθρώπου (Θάνος 1902-1998)

 
Οι δύο κόρες Αυστραλία, οι δύο γιοι Αμερική,
και είπανε πως τη φυγή τους τη θεωρούν οριστική.
Κι έτσι απόμεινε ο Θάνος με την αμείλικτη κυρά,
τη στρίγγλα τής κακής του τύχης με λόγια πάντοτε πικρά.

Περίεργος ο έρωτάς του για την αγέλαστη Μαριώ,
εκείνος στα εικοσιτρία, εκείνη στα δεκαοχτώ.
Νωρίς τα είδε τα σημάδια, μα αιαιόδοξος πολύ,
θαρρούσε θα την ορμηνεύει και θα την έκανε …καλή.

Ένα παιδί μετά το άλλο, βγήκε η Μαριώ του καρπερή,
κι όπως κυλούσανε τα χρόνια έβλεπε τι τον καρτερεί.
Με το καλό τη νουθετούσε να φέρνεται ανθρωπινά,
να δείχνει λίγη καλοσύνη και να μη δέρνει τα παιδιά.

Χαμένος πήγαινε ο κόπος, όλο κλαμένα τα παιδιά,
ο Θάνος μέσα στη βιοπάλη πότε ν’ αδειάσει απ’ τη δουλειά.
Σαν μεγαλώσανε οι κόρες πήραν τα μάτια τους κι οι δυο
με κλάματα στην Αυστραλία – η μάνα άγριο θεριό.

Κι οι δύο γιοι ρίξανε πέτρα και βρέθηκαν στην ξενιτιά
κι απόμεινε στ’ ωραίο σπίτι με την κυρά του την κακιά.
Κουβαλητής και νοικοκύρης, μεγάλη τύχη η Μαριώ,
για όλα όμως είχε γκρίνια, ποτέ το λόγο τον καλό.

Απόφαση το είχε πάρει από νωρίς οριστικά,
«έτσι το θέλησε η Τύχη» μονολογούσε στωικά.
Καλοπροαίρετος με όλους, μέσα στον κόσμο ευτυχής,
στο σπίτι του κατατρεγμένος, αδικημένος εξ αρχής.

Κάποια αιφνίδια αρρώστια, στα εβδομήντα η Μαριώ,
σύντομα έφτασε η κλήση να φύγει για τον ουρανό.
Στα εβδομήντα πέντε ο Θάνος χωρίς τής γκρίνιας το χαλκά,
απαλλαγμένος επιτέλους από μιαν άθλια σκλαβιά.

Κανένα δάκρυ στην κηδεία από γνωστούς και συγγενείς,
όλοι σχολίασαν του Θάνου την τύχη τής κακιάς ζωής.
Στη μέγγενη μισόν αιώνα, τώρα ελεύθερο πουλί,
προφταίνει άραγε το χρόνο να κλείσει τη βαθειά πληγή;
Την κακοπέραση ν’ αφήσει να βυθιστεί στη λησμονιά,
σαν ένα όνειρο να μείνει της ζήσης του η χειμωνιά;

Περάσανε σαράντα μέρες κι ένα βραδάκι η Ματή,
η φημισμένη προξενήτρα, στο Θάνο χαμογελαστή.
Διακριτικά διατυπωμένα τα λόγια τής παρηγοριάς
για το αμόνι τής ζωής του, για τον καημό τής ξενιτιάς.

Κι αφού τα είπε γύρω-γύρω σαν ένα χάδι στην ψυχή,
τον έφερε σε άλλη σκέψη να λογαριάσει τη ζωή.
Το πόσο άδικο θα ήταν αυτός ο άντρας ο σωστός,
που όλοι τον αναγνωρίζουν, να καταλήξει μοναχός.

Κι από κουβέντα σε κουβέντα τού μίλησε για τη Λενιώ
που την παράτησε η Τύχη μετά το πρώτο προξενιό,
εδώ και χρόνια μοναχή της στη γειτονιά την ακρινή,
χωρίς να έχει πια δικούς της, και η ζωή της φτωχική.
Φιλότιμη ξενοδουλεύτρα με μιαν ευρύχωρη καρδιά,
ανεκτική και μετρημένη, όλα τα έργα της καλά.

Δυο νύχτες άγρυπνος ο Θάνος αναζητάει το σωστό,
ζυγίζει τα γεράματά του, μη γίνει βάρος στη Λενιώ,
μήπως αστόχαστα της κόψει μιαν άλλη τύχη ταιριαστή,
μήπως εκείνη απ’ ανάγκη τα γηρατειά του θ’ ανεχτεί.

Στην πόρτα του το τρίτο βράδυ η προξενήτρα θαρρετά
ήρθε το δίλημμα να λύσει, να μη φοβάται το μετά.
Προσεκτικά ακολουθούσε η εξηντάχρονη Λενιώ
που ήρθε αποφασισμένη για το στερνό της προξενιό.

Με καλοσύνη οι κουβέντες, ορθάνοιχτες οι δυο καρδιές,
συμπάθεια κι εμπιστοσύνη, διαβεβαιώσεις καθαρές
και τελική απόφασή τους ν’ αφήσουνε τους δισταγμούς,
με θέληση να πορευτούνε, μαζί να λιώσουν τους καημούς.

Σιγά-σιγά οι πρώτες μέρες, λόγια καλά και ταπεινά
με κατανόηση κι ελπίδα, αισθήματα ειλικρινά.
Κάνει τη σύγκριση ο Θάνος, η διαφορά συντριπτική
από το μόνιμο χειμώνα σε άνοιξη πραγματική.
Χαρούμενος ξανανιωμένος όλο το σπίτι τού γελά
και η Λενιώ ξεθαρρεμένη πάντα με θέρμη τού μιλά.

Πετυχημένο το ζευγάρι, ο λόγος τής Ματής σωστός,
με σύμπνοια κι εμπιστοσύνη όμορφα τρέχει ο καιρός.
Κατέφθασε κι η πρώτη κόρη, σε λίγο όλα τα παιδιά,
η ευτυχία μες στο σπίτι, τους χαίρεται κι η γειτονιά.

Λαμποκοπά ο γερο-Θάνος, ευτυχισμένη κι η Λενιώ
αναρωτιέται κάθε λίγο μήπως δεν είν’ αληθινό.
Είχε θαμμένη την ελπίδα μέσα στη μαύρη μοναξιά
και τώρα μια ζωή καινούρια, γαληνεμένη ανθρωπιά.
Ήσυχα φεύγουνε τα χρόνια, απολαμβάνουν το παρόν,
οι δυο τους πάντα αγαπημένοι, ούτε κοιτούν το παρελθόν.

Σάββατο 17 Μαΐου 2025

Ο στίχος

 
Ο στίχος μού κέντριζε, μέρες, τη μνήμη,
χωρίς να μπορεί να μου πει τι ζητά,
σε κάποιες στιγμές κουβαλούσε μια λύπη,
σε άλλες, αόριστα, κάποια χαρά.

Κι απόψε τη νύχτα, κοντά μου η Φοίβη
το στίχο ψιθύριζε μ’ επιμονή,
στα χέρια μου πήρα χαρτί και μολύβι,
και στίχοι καινούριοι σηκώσαν φωνή.

Ποτάμι οι λέξεις, φωτιές το μολύβι
μαζί τους να τρέξει, να βγάλει φτερά,
απρόσμενη μέσα στη νύχτα μου τύρβη,
προς άγνωρο τόπο κινούσα γοργά.

Οι στίχοι με πήγαν σε δύσβατο δάσος,
πυκνόφυλλοι θάμνοι, ο δρόμος κλειστός,
μα ξέφωτο έλαμψε πέρα στο βάθος,
η Φοίβη τραβούσε μπροστά οδηγός.

Κυλήσαν οι ώρες, η νύχτα στη λήθη,
η Φοίβη αόρατη στο λυκαυγές.
Αχνά ξεπροβάλλουν οι πρώτοι μου στίχοι,
τής λύπης οι νύξεις μικρές αμυχές.

Προβάλλουν αργά και οι δεύτεροι στίχοι,
της νέας μου μέρας καλός ο ρυθμός,
διαχέονται γύρω ευφρόσυνοι ήχοι.
Η λύπη διαλύεται μέσα στο φως.

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

Εξωχώριος

 
Πρώτη στάση στη Μαγιόρκα κι ύστερα για τις Αζόρες,
στο Μπαλί και στις Σεϋχέλλες, τι ωραίες ξένες χώρες!
Στα Καϊμάν για τα κρυμμένα και γραμμή για τις Μαλδίβες,
πλούσιες περιπλανήσεις στις εξωτικές νησίδες.

Σε χοτέλ των δέκα αστέρων που αράζουν βασιλιάδες,
με καζίνα και γυναίκες στέκια για μαχαραγιάδες,
χρήμα είχα να σκορπάω, έκανα ζωή μεγάλη,
αφημένες οι Αθήνες, μια ωραία παραζάλη.

Ήταν κι άλλοι καθώς πρέπει ματσωμένοι ιδιώτες,
μερικοί γνωστοί μεγάλοι δεδομένοι πατριώτες,
μα και κάποιοι μεγιστάνες που κανένας δεν τους ξέρει,
με οφσόριες καλύψεις και πολύ μακρύ το χέρι.

Σε μια βίλα οργιώδη ο Φαυλόπουλος ο μάγκας,
ο αεριτζής Λαμόγης κι ο ναρκόβιος ο Φράγκας,
μεθυσμένο το ξενύχτι με τον Υπονομιάδη,
αγκαλιά ο Πρωτομίζας με τον Υποχειριάδη.

Από άδηλα ταμεία χρήμα ρέει καλυμμένο,
με συνέργεια προυχόντων χρόνια κατοχυρωμένο.
Υπερπόντια ταξίδια όλοι εμείς οι παραλήδες,
έχουμε ανακαλύψει βέρες χρηματοπατρίδες!

Τετάρτη 14 Μαΐου 2025

Ευεργεσία ποιος

 
Μεγάλη ήτανε η ατυχία
κι έπεσε χρέος πάνω μας βαρύ,
απρόσμενη και μια θεομηνία,
και πώς το χρέος μας να πληρωθεί;

Δεσμώτες τής κακής μας ιστορίας,
διέξοδο ζητούσαμε στο φως,
αυθόρμητα ο Γιάννος τής Μαρίας
μάς έγινε γενναίος αρωγός.

Κρατούσαμε κρυφό το πρόβλημά μας,
μα ήταν εύκολο να μαθευτεί,
κατάλαβε αυτός την ένδειά μας
κι εξόφλησε μια δόση τρανταχτή.

Τον ψάξαμε το Γιάννο να τον δούμε·
αυτόν το μακρινό μας συγγενή,
ευχαριστώ μεγάλο να τού πούμε,
μα έχει μέρες στο χωριό μας να φανεί.

Περάσανε ακόμα τρεις βδομάδες
και φήμες κυκλοφόρησαν κακές,
τις άρπαξαν χαιρέκακες κυράδες,
τις έφτασαν στις έξι γειτονιές.

Τον ψάχνουνε το Γιάννο να τον βρούνε,
για κάποιες υποθέσεις σκοτεινές,
για χρήματα πολλά τον ερευνούνε.
Οι φήμες δυστυχώς αληθινές.

Πέμπτη 8 Μαΐου 2025

Αμνήμων

 
Σε μια χαράδρα σκοτεινή στα έγκατα του νου σου,
απρόσμενα βυθίστηκες, κι ο χρόνος σου νεκρός.

Αυτή σε ανασήκωσε να ξαναβγείς στο φως σου
και γύρισε σε άνοιξη ο άγριος καιρός.
Αυτή το γέλιο σού ’φερε στα κλειδωμένα χείλη
κι άρθρωσες λέξεις σου παλιές που είχανε σβηστεί.
Αυτή, ο μόνος αρωγός, χαμένοι σου οι φίλοι,
και μένει αταλάντευτη σε κάθε σου στιγμή.

Στέκει ακόμα δίπλα σου, τη γλώσσα σου αντέχει,
τώρα που καβαλίκεψες το βουερό σου εγώ,
χωρίς καμιά περίσκεψη κουνάς ξανά το χέρι
και δεδομένο θεωρείς δικό σου τον καιρό.

Τετάρτη 7 Μαΐου 2025

28η Οκτωβρίου

 
Για την 28η Οκτωβρίου τα παρακάτω ποιήματα:
Απομνημονεύματα
Ασβός και λιοντάρι
Δεμένοι
Εκείνοι στην Πίνδο
Ο πόλεμος στο χωριό
Όχι

 

25η Μαρτίου

 Για την 25η Μαρτίου τα παρακάτω ποιήματα:
Αποτίναξη
Αφανείς ήρωες
Αφήστε ήσυχους τους ήρωες
Γενναίοι, καιροσκόποι και άγιοι
Ήθη δυναστών
Κρυφοί αγωνιστές
Με τους υπόλοιπους
Προς φιλέλληνα
Ως πότε


Τρίτη 6 Μαΐου 2025

Η υπερβολή τής Μαρίτσας

 
Πορεύτηκε με καλοσύνη,
με ανοχή και με αγάπη.
Και σήμερα στα εβδομήντα
η αγαθή Μαρίτσα τέλος.

Σαν ήταν νέα, με τη μάνα
απαγορεύεις κι απαιτήσεις,
μετά τη μάνα η πεθερά της
αγκίδες και παρατηρήσεις.

Και ύστερα με δύο κόρες
να σπεύδει πάντα να βοηθάει,
μέρα και νύχτα κουρασμένη·
γαμπροί και κόρες βολεμένοι.

Καλόν παράδεισο της λένε·
δικοί της και γνωστοί την κλαίνε,
η θεια-Μαρίτσα πεθαμένη
και όλοι τους ξεβολεμένοι.

Πορεύτηκε με καλοσύνη,
με ανοχή και με αγάπη.
Το σώμα καταπονημένο
και το μυαλό ανταριασμένο,
μέχρι το τέλος να συντρέχει,
να μεγαλώνει δυο εγγόνια.
Σαν είλωτας εξήντα χρόνια.

Σε όλα ναι η θεια-Μαρίτσα,
υγεία της παρατημένη,
αγόγγυστο το ξόδεμά της,
και οι δικοί της βολεμένοι.

Σάββατο 3 Μαΐου 2025

Στο λημέρι μας

 
Σιγανός ο νοτιάς στο κρυφό μας λημέρι,
τραγουδούσε το πεύκο μας διακριτικά,
ανεπαίσθητα έφτανε το μεσημέρι
και τα πάντα τριγύρω μας ονειρικά.

Απ’ τα βάθη σου πήγαζαν εύμολποι στίχοι,
ξεκινούσες τραγούδι κι εσύ, διαλεχτό,
του δεσμού μας υμνούσες την εύλαλη τύχη,
με ιάμβους πυκνούς απαντούσα εγώ.

Με τις λέξεις μου έπλαθες άλλες εικόνες
και ωραίους ανίχνευα υπαινιγμούς,
οι ευδιάκριτες νύξεις για νέους κανόνες
υπονόμευαν κάποιους παλιούς δισταγμούς.

Είχαν γίνει ζεστές τού τοπίου οι ώρες,
ο νοτιάς κουρασμένος, το πεύκο σιωπή,
το λημέρι μας φύλαγαν νύμφες και κόρες,
σαν Δρυάδα και συ, πινελιά θαυμαστή.

Απ’ τους στίχους ξεπήδησαν άφθονες σπίθες,
των χεριών μας δυνάμωσε η αγκαλιά.
Μία λέξη περίμενα· κι όπως την είπες,
της φωνής σου το χρώμα τρανή πυρκαγιά. 
                             
Είχαν γίνει ζεστές τού τοπίου οι ώρες
και τα λόγια μας έπεσαν μες στις σιωπές.
Τραβηγμένες στην άκρη οι νύμφες κι οι κόρες
στης αφής μάς αφήσανε τις προτροπές.

Κυριακή 13 Απριλίου 2025

Όταν τελειώνει το λαμβάνειν

 
Δυο φίλοι έχουν απομείνει,
τον επισκέπτονται συχνά,
οι άλλοι εξαφανισμένοι·
στη λήθη τα παλιά τερπνά.

Στην άκρη του ο καλλιτέχνης,
τα χρόνια γίνανε πολλά,
δυο φίλοι έχουν απομείνει,
δε λησμονούνε τα παλιά.

Φιλόξενος ο καλλιτέχνης,
το σπίτι σ’ όλους ανοιχτό,
πληθώρα οι γνωστοί και φίλοι,
κεράσματα και φαγητό.

Περηφανεύονταν οι φίλοι
που είχαν φίλο ακριβό,
υμνούσανε τον καλλιτέχνη,
του δείχνανε το θαυμασμό.

Φιλόξενος ο καλλιτέχνης
και οι συνάξεις καρδιακές,
τι όμορφα περνούσαν όλοι,
τι ευκαιρίες για δουλειές!

Στην άκρη πια ο καλλιτέχνης,
τα χρόνια γίνανε πολλά,
δυο φίλοι έχουν απομείνει 
που δεν ξεχνούνε τα καλά.

Παρασκευή 11 Απριλίου 2025

Το έργο και οι συμβολισμοί

 
Δυο χρόνια δούλεψε ο γλύπτης,
το έργο του κοπιαστικό.
Για τ’ αποκαλυπτήριά του
μελετημένο σκηνικό.

Επίσημοι εκεί στημένοι,
αδημονούσε το κοινό,
και τα σκοινιά μόλις κοπήκαν,
ακούστηκε μεγάλο Ωωωω!

Πυκνές αποδοκιμασίες,
χειρονομίες σκωπτικές 
και κάποιες αθυροστομίες,
αποχωρήσεις νευρικές.

Πρωτοποριακό το έργο,
το ύμνησαν οι κριτικοί,
κατεβατά κι ορολογίες
για τη μοντέρνα γλυπτική.

Το είπανε πολύ σπουδαίο
και αραδιάσανε –ισμούς.
Κανείς δεν είπε για Ωραίο,
μονάχα για συμβολισμούς.

Τετάρτη 9 Απριλίου 2025

Μόνον εγωισμός;

 
Εχθρός τής όποιας οικειότητας
φορεί τη μάσκα τής ψυχρότητας.

Πώς άραγε τα αισθήματά του;
πώς με το μέσα τού εαυτού του;

Μπορεί τα πάντα υπό το πέλμα
τού άκριτου εγωισμού του.

Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Στο πεύκο μας

 
Τράβηξα γι’ άλλη μια φορά στη μυστική μας λαγκαδιά·
ήξερα κάποιος με καλούσε.
Περήφανο μοναχικό μες στην ωραία ζωγραφιά
το πεύκο μας με καρτερούσε.

Μες στη λυκαύγια σιωπή ο ψίθυρός του καθαρός
από μακριά με χαιρετούσε,
το πεύκο φίλος συνεπής απ’ όταν ήμουνα μικρός,
ήξερα πόσο μ’ αγαπούσε.

Τώρα οι στίχοι της ηχούν στον ψίθυρο το μαγικό,
σαν τότε που μου τραγουδούσε
δίπλα στο πεύκο μας εδώ, στον τόπο τον ερημικό,
την ξανακούω πώς μιλούσε.

Πλημμύριζε τη λαγκαδιά μ’ αυτήν τη θεία της φωνή,
τον ουρανό μας τον δονούσε.
Κι οι δυο την ευτυχία μας τη βλέπαμε παντοτινή·
ποτέ κανείς δε θα πονούσε.