Έπεσε άρρωστη η γιαγιά, δεν τρώει ούτε και μιλά,
μόνο δυο λέξεις προσπαθεί, μα δεν τις λέει καθαρά.
Άλλοι μιλούνε για καρδιά, άλλοι για εγκεφαλικό,
κι όσοι δεν έχουνε δουλειά, βρήκανε θέμα στο χωριό.
Δυο μέρες κάτω η γιαγιά, είναι τα χρόνια της πολλά,
νοσοκομείο τελικά την πήγανε τα δυο παιδιά.
Οι φήμες τρέξανε γοργά, όπως συνήθως στο χωριό·
μάλλον τα τίναξε η γριά, το βρήκαν φυσιολογικό!
Οι συγγενείς της βιαστικοί, στο σπίτι για τα σχετικά,
μαζί τους είναι κι η κυρά που ήρθε απ’ την Κορυτσά,
να καθαρίσουνε καλά, μήπως και λόγια ακουστούν,
για της κηδείας τα γνωστά, όλα να τακτοποιηθούν.
Κάποιος να πάει στο μαραγκό, έτοιμο νά ’χει το κουτί,
άλλος στην πέρα γειτονιά ο νεκροθάφτης να βρεθεί.
Ψάχνουν να βρούνε οι γιατροί κι όλο ρωτούνε τη γιαγιά,
αν έχει κάτι να τους πει, σε ποιο σημείο την πονά.
Ούτε μια λέξη η γιαγιά, κι έχει τα μάτια της κλειστά,
με το σφυγμό κανονικό, δεν κάνει κίνηση καμιά.
Κάποια στιγμή ένας γιατρός τής ακουμπάει την κοιλιά,
και τη ρωτάει δυνατά «μήπως πονάς εδώ, γιαγιά;».
Άχνα δε βγάζει η γιαγιά κι έχει τα μάτια της κλειστά.
Και τότε ο παλιός γιατρός κλείνει το μάτι πονηρά
και με το γέλιο του πνιχτό, λέει στους άλλους δυνατά:
Βλέπω πως έχει στην κοιλιά ένα απόστημα κακό
και πρέπει γρήγορα να βγει, πρόβλημα είναι σοβαρό,
στο χειρουργείο τη γιαγιά, πρέπει ν’ ανοίξει η κοιλιά,
να τη ναρκώσετε καλά, ούτε στιγμή να μη πονά.
Πριν αποσώσει ο γιατρός, ξάφνου στο πόδι η γιαγιά,
βγάζει στεντόρεια φωνή και το μπαστούνι της ζητά,
«θα σας τσακίσω τα πλευρά, χασάπηδες του κερατά,
δεν είμαι εγώ του θανατά, να μου ανοίξτε την κοιλιά».
Βάζουν τα γέλια οι γιατροί, καθησυχάζουν τη γιαγιά
και τη ρωτούνε στοργικά «γιατί γιαγιά η πονηριά;».
Ξεκαρδισμένη κι η γιαγιά, τούς εξηγεί το μυστικό,
γιατί δυο μέρες στο χωριό κάνει τον ψόφιο τον κοριό.
«Δύο παιδιά στην ξενιτιά ήρθανε φέτος να με δουν,
για πέντε μέρες στο χωριό και πάλι να ξενιτευτούν.
Την περασμένη τη χρονιά μού φέραν άγνωστη κυρά,
ούτ’ ένα δραμ ελληνικά, να κάθεται να με κοιτά,
κι όλοι κρυφά να καρτερούν να τα τινάξω η πικρή,
να ησυχάσουνε κι αυτοί κι ο νεκροθάφτης να χαρεί.
Είπα κι εγώ ν’ αστειευτώ να τους τραβήξω το αυτί,
που με παράτησαν εδώ κι αυτοί για την Αμερική.
Κι αν έχω ενενηνταδυό, δε θα μου φτάσουν εκατό,
κι αυτοί που μ’ έχουν βαρεθεί να σκάσουν μέσα στο
χωριό».
Τη φέραν πίσω τη γιαγιά, που ήτανε του θανατά,
όρθια πάλι και γερή και γελαστή τούς τραγουδά:
Να κάνετε υπομονή, να κάψετε και το κουτί,
κι ο νεκροθάφτης κι ο παπάς κι οι βιαστικοί οι
χωριανοί
να μάθουν όλοι πως αργεί να ρθει ο χάρος να με βρει.
Γράψαν χαρτί και οι γιατροί· μου δώσανε αναβολή!