Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

Το κίνητρο

 
Ολιγομίλητος ο Γιάννος,
το ύφος του συνεσταλμένο.
Απρόσεκτοι καθηγητές.
Και αρκετοί συμμαθητές
τον είχαν απαξιωμένο.

Το σύστημα παιδείας δεδομένο,                                 
αδιάφορο για κλίσεις μαθητών,
η διδακτέα και οι εξετάσεις
και το κυνήγι των καλών βαθμών.

Σε μια σχολή ο Γιάννος. Όπως κι άλλοι
συνέχισε ανώτερες σπουδές,
πιο βολική η Ιταλία,
και ήρθε πίσω με περγαμηνές.

Κατάφερε να μπει σε υπουργείο
με κάποιες εξετάσεις τυπικές.
Πολλοί οι επισκέπτες στο γραφείο,
οι γνωριμίες του σημαντικές.

– Σ’ αρέσει, Γιάννο, αυτή η εργασία;
– Το όνομά μου αρκετά γνωστό!
– Σ’ αρέσει, Γιάννο, αυτή η εργασία;
– Το πόστο μου απ’ όλους σεβαστό!

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

Μετά το κάψιμο του χωριού 1944

 
Ασυννέφιαστη ήρθε η δεύτερη μέρα,
το χωριό μαυρισμένο στο άπλετο φως,
αραιοί απομένουν καπνοί στον αέρα,
του πολέμου ο νόμος αιώνες ωμός.

Των Βανδάλων απόγονοι, ανθρωποβόροι
τής αρίας φυλής, ιταμοί εμπρηστές,
και  μαζί τους δοσίλογοι πλιατσικοφόροι
σαν τις Άρπυιες μες στις φτωχές μας αυλές.

Πλυσταριά, αχυρώνες, σωσμένα στρωσίδια
της ανάγκης φιλόξενες τώρα φωλιές.
Oι γυναίκες επίμονες στ’ αποκαΐδια
πιατικά στραβωμένα μαζεύουν σκυφτές.

Στον αγώνα κι οι γέροντες ανασκαλίζουν
όποια σκεύη σπασμένα και πόρτες μισές,
για τις πρόχειρες στέγες οι άντρες φροντίζουν·
του καιρού δε θ’ αργήσουν υγρές απειλές.

Τα μικρά τραμπαλίζουν καμένα σανίδια,
μουντζουρώνουν τα δάχτυλα, βάφουν, γελούν,
των μεγάλων παιδιών τελειωμένα παιχνίδια,
των ωρίμων ευθύνες στους ώμους βαστούν.

Tα μαζεύουν οι ώρες, η μέρα μικραίνει,
οι γριές έχουν σκίσει το λίγο δαδί
και το σούρουπο πια στα ερείπια γέρνει.
Ξαφνικά στην πλατεία ακούνε βιολί.

«Ο Λαβάνης αρχίζει γνωστά του αστεία»,
οι μεγάλοι τον ξέρουν και κάποιοι γελούν,
λίγο–λίγο απλώνεται η φασαρία,
τα παιδιά, σαν ακούσαν, τροχάδην να δουν.

Μια σωσμένη ανάφτηκε ασετυλίνη,
ο Λαβάνης αργό έχει πάρει σκοπό,
τα παιδιά πανηγύρι νομίζουν θα γίνει,
δεν αργούν να σχεδιάσουν δικό τους χορό.

Δισταγμοί των μεγάλων στο κάλεσμα σβήνουν,
λιγοστοί στην αρχή σιγανά τραγουδούν,
τις δουλειές τους η Δέσπω κι η Γιάννω αφήνουν
και απ’ όλους μπροστά το χορό ξεκινούν.

Κι αν της μέρας η κούραση τους δυναστεύει
και οι πλάτες φωνάζουν, τα χέρια πονούν,
ο χορός τη μεγάλη τους λύπη παλεύει,
τα τραγούδια γλυκά τις ψυχές τους δονούν.

Να κι ο γερο–Νικόλας που όλο σχεδιάζει
των προγόνων μηνύματα, σαν του μιλούν,
τα ερείπια αφήνει, αργά πλησιάζει.
Το βιολί σταματά και το γέροντ’ ακούν.

«Κι αν κακούργοι τη φτώχεια μας την αβγαταίνουν,
μες στων χρόνων το διάβα μάς φέρνουν δεινά,
οι ψυχές μας ορθές τον καιρό τον προφταίνουν,
των σπιτιών μας η στάχτη τραγούδια γεννά.

Η κατάρα τού χτες λίγο-λίγο θα σβήνει,
η ζωή μας με πείσμα ξανά θα στηθεί,
το χωριό μας απόψε υπόσχεση δίνει,
ομορφότερο, πάλι στον κόσμο θα βγει».

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

Παρήχηση 5 με χ και ρ

 
Αχόρταγοι οι καρχαρίες,
απ’ τους χειρότερους οι χείριστοι,
χοντρόπετσοι χρηματισμένοι,
ρηχοί, αχαρακτήριστοι.                   

Χρισμένοι στη χρηματολάσπη
λεχρίτες αχυρόφρονες,
πιράνχας χρηματιστηρίων
αχρείοι χρηματόφρονες. 

Χαραμοφάηδες στη χώρα,
χορηγιών αρπαχτικοί,
σιχαμεροί χαβιαροθήρες,
αχάριστοι, χολερικοί.

Κακεντρεχείς προχειρολόγοι,
ανυποχώρητα τραχείς,
ελαφροχέρηδες για χρόνια,
χοντροκομμένοι, χαμερπείς.

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025

Ένας αξιόλογος «φίλος»

 
Ευρύτατη η μόρφωσή του
σε ποικιλώνυμους τομείς,
το σπίτι μέσα στα βιβλία,
από μικρός φιλομαθής.

Ευχάριστος στις συζητήσεις,
με όλους μας διακριτικός,
ελκυστικός στις αφηγήσεις,
καλόπιστος, διαλλακτικός.

Κρατούσε όμως αποστάσεις,
δε συμπαθούσε το κοντά,
σε προσεγγιστικές προτάσεις
η άρνηση ευγενικά.

Ευχάριστος στις συζητήσεις,
έμενε όμως μακρινός.
Δεν ήθελε να προχωρήσεις
να γίνεις φίλος του στενός.

Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

Βιαστικό

 
Μια λέξη του μ’ ενόχλησε,
την πήρα μετρητοίς·
συμπέρασμά μου βιαστικό.

Μα ήταν αξιόλογος ο συνομιλητής,
κι η λέξη που μ’ ενόχλησε
λαθάκι του εκφραστικό.

Συμπέρασμά μου βιαστικό
κι απέρριψα τον άνθρωπο.
Θα ήταν ένα πρόσωπο
αρκούντως φιλικό!

Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

Αναβολή (μια αστεία ιστορία)

 
Έπεσε άρρωστη η γιαγιά, δεν τρώει ούτε και μιλά,
μόνο δυο λέξεις προσπαθεί, μα δεν τις λέει καθαρά.
Άλλοι μιλούνε για καρδιά, άλλοι για εγκεφαλικό,
κι όσοι δεν έχουνε δουλειά, βρήκανε θέμα στο χωριό.

Δυο μέρες κάτω η γιαγιά, είναι τα χρόνια της πολλά,
νοσοκομείο τελικά την πήγανε τα δυο παιδιά.
Οι φήμες τρέξανε γοργά, όπως συνήθως στο χωριό·
μάλλον τα τίναξε η γριά, το βρήκαν φυσιολογικό!

Οι συγγενείς της βιαστικοί, στο σπίτι για τα σχετικά,
μαζί τους είναι κι η κυρά που ήρθε απ’ την Κορυτσά,
να καθαρίσουνε καλά, μήπως και λόγια ακουστούν,
για της κηδείας τα γνωστά, όλα να τακτοποιηθούν. 
Κάποιος να πάει στο μαραγκό, έτοιμο νά ’χει το κουτί,
άλλος στην πέρα γειτονιά ο νεκροθάφτης να βρεθεί.

Ψάχνουν να βρούνε οι γιατροί κι όλο ρωτούνε τη γιαγιά,
αν έχει κάτι να τους πει, σε ποιο σημείο την πονά.
Ούτε μια λέξη η γιαγιά, κι έχει τα μάτια της κλειστά,
με το σφυγμό κανονικό, δεν κάνει κίνηση καμιά.

Κάποια στιγμή ένας γιατρός τής ακουμπάει την κοιλιά,
και τη ρωτάει δυνατά «μήπως πονάς εδώ, γιαγιά;».
Άχνα δε βγάζει η γιαγιά κι έχει τα μάτια της κλειστά.
Και τότε ο παλιός γιατρός κλείνει το μάτι πονηρά
και με το γέλιο του πνιχτό, λέει στους άλλους δυνατά:

Βλέπω πως έχει στην κοιλιά ένα απόστημα κακό
και πρέπει γρήγορα να βγει, πρόβλημα είναι σοβαρό,
στο χειρουργείο τη γιαγιά, πρέπει ν’ ανοίξει η κοιλιά,
να τη ναρκώσετε καλά, ούτε στιγμή να μη πονά.

Πριν αποσώσει ο γιατρός, ξάφνου στο πόδι η γιαγιά,
βγάζει στεντόρεια φωνή και το μπαστούνι της ζητά,
«θα σας τσακίσω τα πλευρά, χασάπηδες του κερατά,
δεν είμαι εγώ του θανατά, να μου ανοίξτε την κοιλιά».

Βάζουν τα γέλια οι γιατροί, καθησυχάζουν τη γιαγιά
και τη ρωτούνε στοργικά «γιατί γιαγιά η πονηριά;».
Ξεκαρδισμένη κι η γιαγιά, τούς εξηγεί το μυστικό,
γιατί δυο μέρες στο χωριό κάνει τον ψόφιο τον κοριό.

«Δύο παιδιά στην ξενιτιά ήρθανε φέτος να με δουν,
για πέντε μέρες στο χωριό και πάλι να ξενιτευτούν.
Την περασμένη τη χρονιά μού φέραν άγνωστη κυρά,
ούτ’ ένα δραμ ελληνικά, να κάθεται να με κοιτά,
κι όλοι κρυφά να καρτερούν να τα τινάξω η πικρή,
να ησυχάσουνε κι αυτοί κι ο νεκροθάφτης να χαρεί.

Είπα κι εγώ ν’ αστειευτώ να τους τραβήξω το αυτί,
που με παράτησαν εδώ κι αυτοί για την Αμερική.
Κι αν έχω ενενηνταδυό, δε θα μου φτάσουν εκατό,
κι αυτοί που μ’ έχουν βαρεθεί να σκάσουν μέσα στο χωριό».

Τη φέραν πίσω τη γιαγιά, που ήτανε του θανατά,
όρθια πάλι και γερή και γελαστή τούς τραγουδά:
Να κάνετε υπομονή, να κάψετε και το κουτί,
κι ο νεκροθάφτης κι ο παπάς κι οι βιαστικοί οι χωριανοί
να μάθουν όλοι πως αργεί να ρθει ο χάρος να με βρει.
Γράψαν χαρτί και οι γιατροί· μου δώσανε αναβολή!

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025

Και γέλιο

 
Πολλά μάς γράφεις, ποιητή, για των ανθρώπων τούς καημούς,
τους έρωτες, τα λάθη τους, τα πάθη, τους ξενιτεμούς.
Και για τη Φύση στιχουργείς, του τόπου μας τις ομορφιές,
γεφύρια, δέντρα και βουνά, πουλιά, λουλούδια, ρεματιές.

Ορμάς και στην πολιτική, μιλάς για τις φαυλότητες,
τους άθλιους, τους άδικους και τις ασημαντότητες.
Ενίοτε φιλοσοφείς με στίχους απαιτητικούς.
Και κάποτε χαμογελάς, αλλά με στίχους λιγοστούς.

Καλοί οι προβληματισμοί κι οι λυρισμοί κι οι στοχασμοί,
μα να θυμάσαι, ποιητή, θέλει και γέλιο η ζωή.
Έχει ανάγκη η ψυχή τ’ αστεία και τα κωμικά,
έστω για λίγο να ξεχνά τα χίλια δυο αρνητικά.

Τρίτη 3 Ιουνίου 2025

Με πόση παιδεία

 
Άριστα σ’ όλα η Βασούλα
και πέρασε Ιατρική.
Άριστα σ’ όλα τα γραπτά της,
και παθολόγος ειδική.

Στην αποστήθιση δοσμένη,
η Βάσω εξασφαλισμένη.

Κατέφθασαν με τη σακούλα
οι φαρμακοπροωθητές.
Κι έχει αρχίσει κι η Βασούλα
με το σωρό τις συνταγές.

Κι εγώ ο έξυπνος λαός
τρέχω στη Βάσω ενεός,
και ρίχνω χάπια στο στομάχι
ακόμα και για το συνάχι.

Και φωνασκώ στις διαδηλώσεις
και σε ποικίλες εκδηλώσεις:
Λεφτά, λεφτά για την Παιδεία,
λεφτά, λεφτά για την Υγεία!

Και η Πατρίδα η καμένη,
πονηρο-βλακορημαγμένη,
στην Εσπερία στριμωγμένη,
με χέρι πάλι απλωμένο,
για δάνειο μνημονευμένο.

Κι αρχίζει να ξαναμοιράζει,
(πόσους το αύριο τούς νοιάζει;),
μισά με κάποια ευφυΐα,
μισά με περισσή βλακεία!