Πώς μ’ αντικρίζετε τούτη την ώρα
και με λυπάστε, φιλεύσπλαχνοι γείτονες;
πώς θα με βλέπετε δίπλα σας τώρα,
σεις, οι χειρότεροι μελανοχίτωνες;
Μόνο το ρούχο απάνω στη ράχη μου.
Ένα βελόνι να ράψω τα ράκη μου;
μια κουρελού στα σπασμένα παράθυρα;
ένα στρωσίδι ν’ απλώσω μες στ’ άχυρα;
Ίδια η μοίρα μας, ίδια η φτώχεια μας·
άραγε πόσο φτωχή η ψυχή σας;
Μέχρι προχτές τι ωραία τα λόγια μας!
Κι αν σας ρωτήσει το πώς, το παιδί σας;
1943. Οι Ιταλοί ετοιμάζονται για αντίποινα στο
χωριό, μετά από μια ενέργεια ανταρτών. Οι κάτοικοι σπεύδουν να κρυφτούν στο
δάσος.
Κάποιοι παραμένουν, ίσως ξέρουν κάτι…
Τα σχέδια των Ιταλών αλλάζουν, τα αντίποινα
εφαρμόζονται σε γειτονικά χωριά. Οι κάτοικοι επιστρέφουν. Αρκετοί βρίσκουν τα
σπίτια τους πλιατσικολογημένα.
Το σπίτι τού πατέρα μου ρημαγμένο. Έλειπαν ακόμα και
οι κουρελούδες.
Δύο γείτονες – δράστες προσήλθαν να …συμπαρασταθούν!