Πάλι την έδειρε ο Νότης τη Βασίλω,
γνωστές ακούστηκαν φωνές,
το ξέρει όλο το χωριό πως πέφτει ξύλο
όπως και πέρυσι, όπως και χθες.
Το ξέρει όλο το χωριό πως πέφτει ξύλο,
μα παραμένουν θεατές,
σημάδια βλέπουνε στην έρμη τη Βασίλω,
και οι κουβέντες της λειψές.
Με δύο βρέφη η καημένη η Βασίλω,
δεν έχει έναν συγγενή.
Της παραστέκεται η χήρα η Κοντύλω
που κακοπάθησε κι αυτή.
Σε δύο γέροντες μιλάει η Κοντύλω,
να κάνει κάτι το χωριό,
μια υποστήριξη στην άτυχη Βασίλω,
να σταματήσουν το θεριό.
Καμιά συγκίνηση. Τους γέρους δεν τους νοιάζει
και οι απόψεις τους παλιές:
«Mα μήπως γλώσσα
κι η Βασίλω βγάζει
και τις χρειάζονται ξυλιές;».
Τους άφησε, δεν άξιζε τον κόπο,
μιαν άλλη λύση αναζητεί,
με τρεις φιλότιμες να βρούνε τρόπο
και η Βασίλω να σωθεί.
Καλά σχεδίασαν οι τέσσερις τη δράση
να συνετίσουν το θεριό,
αφού δεν βρίσκεται κανείς να τον δικάσει
μες στο αδιάφορο χωριό.
Σαββάτο βράδυ και οι τέσσερις, κρυμμένες
μες στην αυλή τον καρτερούν,
γυναίκες δυνατές, στη ζήση τους ψημένες,
το άδικο δεν το μπορούν.
Ανυποψίαστος ο Νότης στην αυλή του.
Ξάφνου τον τύλιξαν τριχιές,
σ’ έναν πεζόβολο δεμένο το κορμί του,
και γυναικείες άκουσε φωνές.
Σαν το αγρίμι που το πιάνει η παγίδα,
προσπάθησε ν’ αντισταθεί,
μα δεν του άφησαν καμιά ελπίδα.
Κι η απειλή τους προσταγή:
«Μη ξαναδείρεις τη Βασίλω, κακομοίρη,
αχρείο παλληκάρι τής φακής,
δεμένο θα σε πάμε στο γεφύρι
και στο ποτάμι θα βρεθείς».
Του είπαν κι άλλα τσουχτερά, αγριεμένα,
να γίνει άνθρωπος σωστός,
τον παρατήσανε με τα σκοινιά σφιγμένα
και μες στη νύχτα γίνανε καπνός.
Πετάχτηκε η Βασίλω τρομαγμένη,
σαν άκουσε του Νότη τη φωνή,
δεν το πιστεύει αυτό που τους συμβαίνει,
η ταραχή της φανερή.
Στα γρήγορα τον έλυσε το μπέη,
μα τώρα τον φοβάται πιο πολύ,
θυμός μεγάλος σίγουρα τον καίει
και άγρια θα έχει τη βουλή.
Φωνή δεν έχει ο νταής μπροστά της,
να πει δε βρίσκει λέξη μια,
σαν ντροπιασμένος αποφεύγει τη ματιά της,
αποτραβιέται στη γωνιά.
Μία βδομάδα να φανεί στο καφενείο,
φοβάται πως το ξέρει το χωριό.
Των γυναικών το βαρβαροδικείο
μάθημα τού ’δωσε γερό.
Κυλούνε ήσυχα οι μέρες, οι βδομάδες,
το βλέμμα τής Βασίλως φωτεινό,
χαρούμενες κι οι τέσσερις κυράδες.
Ποτέ ξανά το ξύλο στο χωριό!