Ωραίος είν’ ο τόπος του, χειμώνα - καλοκαίρι,
όπου κοιτάξει, ομορφιές τον παίρνουν απ’ το χέρι.
Ο χείμαρρος, το ξάγναντο, το πέτρινο τ’ αλώνι,
οι μυγδαλιές, τα έλατα, το πετροχελιδόνι.
Παράδεισος ο τόπος του και κόλαση αντάμα,
απάνω απ’ το κεφάλι τους ακονισμένη λάμα.
Τίποτα δεν ορίζουνε· τα πάντα οι δυνάστες –
με συνεργάτες βδελυρούς εδραιωμένες κάστες.
Ωραίος είν’ ο τόπος του, κι εκείνος τον λατρεύει,
για μια ζωή ελεύθερη ο πόθος περισσεύει.
Μα οι πολλοί, λεν, καρτερούν θαύμα υπεσχημένο·
σε προφητεία οι παλιοί το βρήκανε γραμμένο.
Παράδεισος ο τόπος του στην κόλαση δεμένος,
κι αυτός από μικρό παιδί στον τύραννο σκυμμένος.
Μα τώρα πια στα δεκαεφτά διψά ελευθερία
και δε μπορεί να καρτερεί να βγει η προφητεία.
Ωραίος είν’ ο τόπος του, το ξέρει και το λέει,
και στους δικούς του δήλωσε, αυτός ξανά δεν κλαίει.
Τράβηξε για το ξάγναντο, ώρες προτού να φέξει.
Με άλλους απροσκύνητους για λευτεριά θα τρέξει.