Ζωγραφιές τού Οκτώβρη
ξυπνούνε τις θύμησες
και γυρνώ μυστικά στην
κρυφή ρεματιά,
να σ’ ακούσω και πάλι σαν
τότε που μίλησες
και τα λόγια σου άπλωσαν
μιαν αγκαλιά.
Η αγάπη μας, έλεγες,
κάστρο απόρθητο,
ούτε μία ρωγμή στη ζεστή
μας φωλιά.
Συναινούσε δειλά με
τραγούδι αργόσυρτο
στου νοτιά τη φορά η δική
μας οξιά.
Τώρα, δίχως σκοπό,
αλλαγμένο ανέμισμα
με τον ήχο των φύλλων που
πέφτουν νεκρά.
Αμετάκλητο πια της Ατρόπου
το θέλημα·
μες στο κάστρο εγώ κι η
σκληρή ερημιά.