Ω! των Αψβούργων ιμπεράτορ,
στους Κάιζερ διαπιστευμένη,
τι θ’ απογίνουμε, σαν
φύγεις,
εμείς οι καταχρεωμένοι;
Αν ίσως ξαναχρειαστούμε
την ευγενή σου προστασία,
πού θα μπορέσουμε να βρούμε
σαν τη δική σου ευεργεσία;
Πώς να ξεχάσουμε εκείνες
τις αγκαλιές και νουθεσίες,
όταν διέλυες σαν θίνες
γενναίες αιθεροληψίες;
Πάντως και τώρα θα μπορούσες,
για κάποια υστεροφημία,
το άδικο να αναιρούσες
με μια σωστή χειρονομία:
Εκείνο το φριχτό σας χρέος –
το δάνειο και τις δηώσεις –
να τ’ αναγνώριζες ευθέως
στις τελευταίες σου
δηλώσεις.
Και απομένει άλλο ένα,
με δεδομένη την ισχύ σου.
Θα προστεθεί στα πεπραγμένα
γι’ αξιοπρέπεια δική σου:
Δοσοληψίες ν’ ακυρώσεις
με θρασεμένους ταραξίες,
έστω και τώρα να διασώσεις
τις πανευρωπαϊκές αξίες.
(Μα τέτοιες σκέψεις δεν
αγγίζουν
αχρείες θηριοφιλίες.
Τα όμοια ήθη συμβαδίζουν
στις ματωμένες Ιστορίες.)