Σαν
ήρθαν οι τριάκοντα και πήραν τα ηνία,
ξεκίνησαν
τις αλλαγές με φανερή μανία.
Διέστρεψαν
μεθοδικά των νόμων την ουσία,
αφήνοντας
απείραχτες λέξεις με σημασία.
Το
λέγαν το πολίτευμα κι αυτοί Δημοκρατία,
ενώ
το μετατρέψανε σε ολιγοκρατία.
Πληρώσανε
τους κήρυκες να τους υποστηρίζουν
και
το λαό με ψέματα να τον αποκοιμίζουν.
Μιλούσαν
όμως πάντοτε για την ισηγορία
σ’
αυτήν την απροκάλυπτη στυγνή μονοφωνία.
Οι
φίλοι τους κι οι συγγενείς βρεθήκανε σε θέσεις
προσοδοφόρες
ισχυρές με ιταμές προθέσεις.
Σε
τούτη την πολυτελή ημετεροκρατία
δεν
έπαυαν να εξυμνούν την αξιοκρατία.
Πεντακοσιομέδιμνοι
μ’ ευθείες αναθέσεις
ανέλαβαν
της πόλεως χρηματο-υποθέσεις.
Δικτυωμένη
αφανής συμφεροντοκρατία,
μα
οι δηλώσεις διαρκείς για ισοπολιτεία.
Όταν
πολίτες φώναζαν και δείχνανε τα χάλια,
ραβδούχοι
βαρβαρόχαροι ανοίγανε κεφάλια.
Το καθεστώς αδίστακτη αστυνομοκρατία,
αλλά
μονίμως κόπτονταν για την ελευθερία.
Ελεεινοί
ωτακουστές διαχύθηκαν στην πόλη·
για
τους καινούριους άρχοντες ύποπτοι ήσαν όλοι.
Κι
ενώ καθιερώσανε τη χαφιεδοκρατία,
υμνούσαν
τη διαφάνεια και τη δημοκρατία.
Σε
καύσωνες και πυρκαγιές σε χιόνια και πλημμύρες
περιουσίες
χάνονταν, αυξάνονταν οι χήρες.
Οι
κήρυκες δεν έβγαζαν μιλιά για τις αιτίες,
μα
είχαν λόγια άφθονα για τις θεομηνίες.
Ιππόλοχος,
Ονομακλής, Ιέρων, Κλεομήδης,
Μηλόβιος,
Ιππόμαχος, Ευμάθης, Δρακοντίδης
ως
άριστοι προβλήθηκαν, ενώ ήσαν αχρείοι,
διπρόσωποι,
ανίκανοι, αναίσθητοι, γελοίοι.