Πενηνταένα η Μελένια,
ελεύθερη και πάντοτε κλειστή,
χωρίς δεσμούς στην ήσυχη ζωή της,
ανέφελη ευθεία διαδρομή.
Πολλές στην εργασία ευκαιρίες
να βρει κι αυτή να καλοπαντρευτεί,
ποτέ δε βγήκε κάποιο τυχερό της,
να νιώσει κάτι, να συγκινηθεί.
Φιλότιμη και καλλιεργημένη,
με λόγια μετρημένα, ευγενής,
κρατούσε αποστάσεις ασφαλείας,
μα ήτανε σε όλους συμπαθής.
Αλλιώτικο μια μέρα ένα βλέμμα
απρόσμενο, της ήρθε τρυφερά·
ένας σεμνός συνάδελφος καινούριος.
Μια δόνηση για πρώτη της φορά.
Μονίμως τρυφερό αυτό το βλέμμα,
και ήταν σαν ακτίνα φωτεινή
που έψαχνε να βρει μια χαραμάδα
σε μια ψυχή επίμονα κλειστή.
Εξηνταένα τώρα η Μελένια,
με δέκα χρόνια γάμου, ευτυχής.
Κλειδί το τρυφερό εκείνο βλέμμα
στην κλειδωνιά μιας όμορφης ψυχής.