Ο δρόμος ήτανε πλατύς,
αμέριμνοι πηγαίναμε
και κάποιοι τραγουδούσαν,
δυο-τρεις μονάχα γκρίνιαζαν,
βαριές κουβέντες λέγανε
κι όλο ανησυχούσαν.
Ο δρόμος ξάφνου στένεψε, οι
πιο πολλοί τρομάξανε·
τι τάχα να συμβαίνει;
Αυτοί που πήγαιναν μπροστά αμήχανα
φωνάξανε:
η στράτα μας δε βγαίνει!
Η αμεριμνησία μας σε άγχος
μετατράπηκε,
βρεθήκαμε σε δίνη.
Μια σήραγγα παράξενη μας
είπαν ότι φάνηκε·
τι έπρεπε να γίνει;
Μονάχα από τη σήραγγα να
φύγουμε μπορούσαμε,
ν’ αλλάξουμε πορεία,
περίεργο μας φάνηκε και όλοι
απορούσαμε
μ’ αυτήν την ιστορία.
Πολλοί διαμαρτυρήθηκαν, τους
πρώτους κατηγόρησαν
για την ασχετοσύνη,
μα θέλοντας- δε θέλοντας στη
σήραγγα προχώρησαν
χωρίς εμπιστοσύνη.
Οι αρχηγοί βεβαίωσαν πως θα
τα καταφέρουνε,
τον ξέρουνε τον τρόπο,
να κάνουμε υπομονή, θα μας
επαναφέρουνε
αλλά με λίγο κόπο.
Αργά περνούσε ο καιρός και
υποσχέσεις δίνανε
πως σύντομα θα βγούμε,
πολλοί απελπιστήκανε και
μαύρο δάκρυ χύνανε
πως ήλιο δεν θα δούμε.
Μα κάποια μέρα είδαμε του
ουρανού τα χρώματα
και δέντρα και λουλούδια.
Άραγε πότε αφήσαμε της
σήραγγας τα χώματα;
Αρχίσαν και τραγούδια!
Το πλήθος αναθάρρησε μ’ αυτό
που αντικρίσανε,
τώρα πορεία άλλη.
Είπανε δόξα τω θεώ, και
λιγοστοί δακρύσανε,
πήραν χαρά μεγάλη.
Και όμως μέσα στη χαρά,
λίγοι αντιληφθήκανε
τη μαγική εικόνα·
στη σήραγγα βρισκόμασταν,
εκεί παγιδευτήκαμε,
σε κάλπικο κανόνα.
Οι πονηροί μας αρχηγοί τη
σήραγγα τη βάψανε
με χρώματα ωραία,
για σωτηρία μίλησαν, πολλά
ξανά μάς τάξανε.
Με ψέματα γενναία.