Πέρασαν
τα χρόνια μου, Πατρίδα,
λιγοστεύουν
οι παλιές μου αντοχές,
ξεθωριάζει
κάθε μέρα η ελπίδα,
με
τυλίγουνε πληθώρα ενοχές.
Σ’
έχω από χρόνια παρατήσει
σε
αμόρφωτους, ασήμαντους, μικρούς,
να
μιλούνε ασταμάτητα για κρίση,
μα
να τάζουνε καλύτερους καιρούς.
Κάθε
λίγο ρεζιλέματα και νίλες,
ξεπουλήματα
χωρίς αναστολές.
Μένουν
στα χαρτιά οι Θερμοπύλες,
θεριεμένες
των εχθρών οι απειλές.
Αφημένα
τα χωριά ερημωμένα,
τα
παιδιά μας προς την ξένη αγορά,
τα
βουνά μας και τα δάση ρημαγμένα,
για
το αύριο καμία σιγουριά.
Θα
προλάβω να σε δω, Πατρίδα,
τον
τροχό τής παρακμής να σταματάς;
να
κινάς με των προγόνων την πυξίδα,
την
αξιοπρέπειά σου να κρατάς;