Χορό απόψε στήνουνε στην κόλαση, γιορτάζουν,
τα φώτα δοκιμάζουνε και σιγοτραγουδούν,
σπουδαίος ο ερχόμενος, τα έργα του κραυγάζουν,
του κόσμου τα καθάρματα στην πύλη καρτερούν.
Των καζανιών εκφωνητές-διαπιστευμένοι κράχτες
διαλέγουν τα καλύτερα εγκυκλοπαιδικά,
στ’ αρχεία τους περίοπτοι της Γης οι νεκροθάφτες
με στυγερά εγκλήματα στα βιογραφικά.
Μετρούν ανδραγαθήματα στου Χένρυ τις σελίδες,
τις επεμβάσεις στα κρυφά, τις δολιοφθορές,
υπονομεύσεις ηγετών, συμφωνιών παγίδες,
Αττίλα βαρβαρότητες, προσφύγων συμφορές.
Θαυμάζουνε το μέγεθος δεινού μηχανορράφου,
την άνεση να κόπτεται για τον ανθρωπισμό,
βδελύγματα αισχρά κι αυτοί και λάτρεις τού
θανάτου
ακκίζονται περίχαροι μπροστά στον κυνισμό.
Δικτάτορες, βασανιστές, δοσίλογοι, χαφιέδες
από την πίσσα βγαίνουνε να τον υποδεχτούν,
της υδρογείου υβριστές, τού σάπιενς λεκέδες,
κακουργημάτων συνεργοί, το κνούτο νοσταλγούν.
Μα τώρα όλοι σταματούν, κατέφθασε ο Χένρυ,
τα τύμπανα κι οι σάλπιγγες ηχούν δαιμονικά,
ο μέγας αρχιδιάβολος τον παίρνει απ’ το χέρι
και όλα τ’ αποβράσματα του γνέφουν φιλικά.
Και κάτω στα επίγεια οι μνήμες φωνασκούνε,
της Κύπρου μας δεν κλείνουνε ακόμα οι πληγές,
απ’ την Καμπότζη στη Χιλή γι’ αυτόν ξανά μιλούνε,
απ’ τη Τζακάρτα στο Τιμόρ και ως το Μπαγκλαντές.
Θα το πιστέψουν αρκετοί πώς έφτασε η ώρα
ο Χένρυ πια στης κόλασης την πίσσα να ριχτεί,
τα χίλια του εγκλήματα θα τα πληρώσει τώρα,
το δίκαιο στον ουρανό σωστά θ’ αποδοθεί.
Ω χένρυδες παγκάκιστοι με τα καμώματά σας,
της κόλασης το δόμημα δε θά ’χε εφευρεθεί,
αν έλειπε η φύτρα σας και τα γονίδιά σας.
Απέραντος παράδεισος θα ήτανε η Γη.