Κλαίει στην κηδεία ο πολύς κυρ-Θανασός,
μπρος του πετρωμένος ο μικρός του αδερφός.
Ανασταίνονται ατόφιες κάποιες μνήμες μακρινές,
τα παιχνίδια στην αυλή τους, παραστάσεις γιορτινές.
Κάποτε σκληρά τα λόγια κι έφτασαν να τσακωθούν,
μία εικοσαετία είχανε να μιληθούν.
Αμπελάκι ένα στρέμμα η μεγάλη διαφορά·
ακυρώθηκαν οι μνήμες, γίναν από δυο χωριά.
Βλέπει την πλεονεξία, τώρα, ο κυρ-Θανασός,
όμως δεν γυρίζει πίσω ο μικρός του αδερφός.