Άφηνε πίσω βουνά και λαγκάδια,
δέντρα, γεφύρια, ποτάμια, χωριά.
Έκτο βαγόνι, τα βλέμματα άδεια.
Μέσα στη σκέψη του μια μαχαιριά.
Μπρος τους το σύνορο, όλοι κοιτούνε.
Του ελεγκτή δυνατή η φωνή,
τα διαβατήρια τώρα κρατούνε,
για την αργόσυρτη αναμονή.
Βλέμματα άδεια κοντά του, οδύνη,
ένα αρχαίο σκοινί θα κοπεί,
πίσω του βλέπει αυτό που αφήνει.
Ξάφνου απόφαση σαν αστραπή!
Πίσω ξανά στα δικά του τοπία,
στα λατρεμένα γενναία χωριά,
μέσα του σβήνει η κάθε φοβία,
εξαφανίζεται η μαχαιριά.
Πίσω ξανά στα δικά του τοπία,
ρίζες βαθιές δεν μπορούν να κοπούν,
εγκαταλείπει τυφλή ουτοπία.
Νέες ιδέες τη σκέψη δονούν.