Περίλυπος ο κυρ-Νικόλας σε
μιαν άκρη,
σ’ ένα στασίδι, στην
κηδεία, μοναχός
κρυφά σκουπίζει το πικρό
του δάκρυ·
αυτός ο θάνατος του ήρθε
κεραυνός.
Ογδονταδυό συμπληρωμένα η
Μαρίνα,
και είχε κράση, καθώς
λέγανε, γερή,
ακαριαία χθες τής κόπηκε
το νήμα,
στο παγωμένο χιόνι έμεινε
ξερή.
Εικοσιπέντε χρόνια χήρα η
Μαρίνα
από μια σύμπτωση στην τύχη
της, στραβή.
Οι δύο κόρες παντρεμένες
στην Αθήνα
κι εκείνη στο χωριό της
μοναχή.
Στην άλλη γειτονιά ο
κυρ-Νικόλας, γέρος,
εικοσιτρία χρόνια χήρος,
μοναξιά,
την Αυστραλία λοιδορεί
«διαβόλου μέρος»,
οι δύο γιοι του ήρθαν μόνο
μια φορά.
Περίλυπος ο κυρ-Νικόλας
στην κηδεία
κλαίει κι αυτός για τη
Μαρίνα την καλή,
αναθυμάται τη χαμένη
ευκαιρία,
τότε που χήρεψαν, να
ζήσουνε μαζί.
Οι δύο κόρες τη σταμάτησαν
με θράσος,
κάποια συμφέροντα
λογάριασαν μικρά,
δε βρήκε η Μαρίνα λίγο
θάρρος
και την απαίτησή τους δέχτηκε
τυφλά.
Ο κυρ-Νικόλας ξαναβλέπει
τη ζωή του,
πόσο βαρύτερη θα γίνει η
μοναξιά.
Δεν ήταν η Μαρίνα μια δική
του,
μα μες στη σκέψη του την
είχε συντροφιά.