Στης Μάρως τον κήπο Απρίλης
γελάει,
πουλιά και λουλούδια
χορταίνουν το φως,
σε όλα με γλύκα η Μάρω
μιλάει
κι ας μέσα της καίει καημός
της κρυφός.
Λουλούδια χαϊδεύει, πουλιά
καλοπαίρνει,
τραγούδι παλιό ψιθυρίζει
πικρό,
εκείνου τα λόγια στο νου
ξαναφέρνει,
τη μέρα που χάθηκε απ’ το
χωριό.
Στον έρωτα βγήκε σκληρά
προδομένη
και τώρα στον κήπο της
παρηγοριά.
Τη βλέπω που ώρες εκεί
επιμένει,
στη σκέψη κρατώ τη γλυκιά
της θωριά.
Περνώ απ’ της Μάρως συχνά το
δρομάκι
και όλο ποθώ μια καλή της
ματιά.
Για μήνες με τρώει μεγάλο
μεράκι,
σαν νά ’χει με βρει μια γερή σαϊτιά.
Σταμάτησα σήμερα να της
μιλήσω,
ετοίμασα κάτι ωραίο να πω,
προθέσεις αόριστα να
ερευνήσω,
μικρή μου ελπίδα για κάτι
καλό:
«Κοιτώ τους πανσέδες σου,
χαμογελούνε,
λουλούδια με πρόσωπα
ευγενικά,
σε σένα φαντάζομαι πως θα
μιλούνε
και όμορφα λόγια θα λεν
μυστικά».
Κρατώντας μικρό εργαλείο στο χέρι,
ξεχώρισε έναν πανσέ ζωηρό,
με χώμα τον έβγαλε απ’ το παρτέρι,
στα κάγκελα ήρθε με βήμα γοργό:
«Θα βγάλει πολλά ο πανσές λουλουδάκια,
αρκεί να του δείξεις φροντίδα πολλή,
υπέροχα θά ’χουν, για μήνες, γελάκια·
γι’ ανθρώπους μονάχους παρέα καλή».
Για πρώτη φορά ήμουν τόσο κοντά της,
τα χέρια μου άπλωσα διστακτικά,
το κόκκινο άνθισε στα μάγουλά της,
καθώς με ατένισε διακριτικά.
Εκεί που τ’ ωραίο της δώρο κρατούσα,
τα δάχτυλα βρήκαν στενή επαφή,
εκείνο που ήλπιζα κι αποζητούσα
μου τό ’φερε τούτη η θεία στιγμή.
Τραβήχτηκε πίσω στου κήπου την άκρη,
μου είπε αντίο με τόνο ζεστό,
στο μάγουλο πρόβαλε ένα της δάκρυ,
με θέρμη τής φώναξα ευχαριστώ.
Η νύχτα μου ήρθε γεμάτη λουλούδια,
πανσέδες πολύχρωμοι μες στην αυλή,
μαζί μου γελούσαν, μου λέγαν τραγούδια
γι’ αγάπη που ψάχνει μιαν άλλη αρχή.
Πρωί βιαστικό, η ελπίδα παρούσα,
στον κήπο της βρέθηκα. Ήταν εκεί.
Στο βλέμμα της είδα αυτό που ποθούσα,
το όνειρο βγήκε αλήθειας ευχή!