Δίπλα σου πάντα στεκόταν εκείνη,
δε σ’ εγκατέλειψε ούτε στιγμή.
Κάποτε ήρθε απρόσμενη ώρα
κι άνοιξε χάσμα μπροστά σου βαθύ,
σε φυλακή σκοτεινή τού μυαλού σου
μπήκες και βρήκες παλιό σου κελί.
Δίπλα σου πάντα βρισκόταν εκείνη
κι έβαζε πλάτη στο φως σου να βγεις.
Κύλησαν μέρες, βδομάδες και μήνες
μέσα στα σίδερα της «φυλακής»,
άγρυπνη ήταν κοντά σου εκείνη,
πάντα μαζί στον τορό τής ζωής.
Ήρθε η ώρα και βρήκες το φως σου,
έλαμψε πάλι χαρά και στους δυο.
Όμως εσύ, τώρα άλλες ιδέες,
σ’ άλλο περπάτημα, σ’ άλλο ρυθμό,
ζήτησες, βρήκες καινούριες παρέες
και στα τραγούδια σου άλλο σκοπό.
Με τις παρέες μονόπλευρη σκέψη,
γέλια, παιχνίδια και λόγια πολλά,
κι έχεις μια θέση, στην άκρη, για κείνη,
που ’χε για σένα πλατιά αγκαλιά.
Δίχως περίσκεψη, μέσα στην άψη,
έσβησες τόσα ωραία παλιά,
κι όμως εκείνη, κι αν μένει στην άκρη,
έχει ανοιχτή την πλατιά αγκαλιά.