Πολιτισμένοι και καλοί οι
γείτονές μου,
διακριτικά κι εμείς κι
εκείνοι μεταξύ μας,
την καλημέρα μας, και
πρόβλημα κανένα.
Μα κάτι πλέον με λυπεί πολύ
εμένα.
Η κόρη τους καλότροπη,
συνεσταλμένη,
κατάλαβα γιατί ’ναι πάντα
λυπημένη.
Δεν άντεξα μια μέρα· εκεί
απ’ το μπαλκόνι,
μ’ έναν μεγάλο δισταγμό, είπα
«συγγνώμη,
με μέτρο την αγάπη σου
κυρα-Μαρία,
σεβάσου τού παιδιού σου την
ελευθερία».