Τώρα
που απροσδόκητα κινάς για μακριά
και
με το βλέμμα χαμηλά κατηγορείς τη μοίρα,
τις
νύχτες που θωρούσαμε μαζί την ξαστεριά
να
τις φυλάξεις άμωμες στης μνήμης σου την πήρα,
μαζί
με τις κουβέντες μας στην ήμερη πλαγιά,
όταν
το πεύκο έπαιζε τη μαγική του λύρα.
Μπορεί
να έρθει κάποτε μια ώρα μυστική,
καθώς
θ’ ακούς το σφύριγμα επίμονου αγέρα,
η
πήρα, απροσδόκητα, μονάχη ν’ ανοιχτεί
και
μπρος σου να ξεδιπλωθεί η τελευταία μέρα,
εκείνη
που η μοίρα σου με λίγη ενοχή
σε
δρόμο άλλο σ’ έβαλε, για ξένο τόπο, πέρα.
Μπορεί
να έρθει κάποτε εκείνη η στιγμή.
Μπορεί
να έρθει κάποτε ξανά μια πρώτη μέρα…