Σάββατο 25 Μαΐου 2013

Αγκαθότοποι

Αν η θρασύτητα δείξει τα δόντια της
και η ευτέλεια το πρόσωπό της
και η αγένεια με την κουβέντα της
διεκδικήσει το μερτικό της.

Αν τη σκυτάλη την πάρει η απρέπεια
και γρυλισμοί διαχυθούν στον αέρα,
άμα τη λάσπη αναδεύσει η προπέτεια
και οι σταγόνες της φτάσουν ως πέρα.

Μη ταραχτείς στης ασχήμιας το θέαμα,
κλείσε καλά στο κλουβί την οργή σου,
κράτα γερά τού θυμού σου το πέρασμα,
δώσε τον τόνο σωστά στη φωνή σου.

Μην εκτραπείς στη γλιστράδα των ύβρεων,
όσο κι αν σπρώχνουν σκληρά ν’ απαντήσουν.
Μόνο αλήθεια και ήθος των ήμερων,
μη τίποτ’ άλλο τα χείλη αφήσουν.

Κι αν στο κενό καταπέσει ο λόγος σου,
μην επιμείνεις σε ώτα αχρείων,
μάταιος κόπος να ρίξεις το σπόρο σου
στους αγκαθότοπους των αθλίων.

Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Παραπεριουσία


Μες στου κόμματος τα δίχτυα και της εξουσίας,
όμηρος μιας γνωριμίας, κάποιας συγκυρίας,
βρέθηκα να παίζω ρόλο σε παρατυπίες,
που στην πράξη όμως ήταν μηχανορραφίες.

Στου υφυπουργού τη θέση, λίγη εξουσία,
οι μηχανισμοί στημένοι εικοσαετία,
όταν πήγα να τ’ αλλάξω και να βάλω τάξη,
η εφημερίδα τάδε, μού ’παν, θα ουρλιάξει.

Και αντί να τα βροντήξω και να πάρω δρόμο,
οι μηχανισμοί με φράξαν, μού ’καναν και δώρο
ένα σπίτι για την κόρη σε ωραία θέση,
κι από κει και πέρα πλέον, άλλαξε η πλεύση.

Φαύλες εξυπηρετήσεις και δωροληψίες,
διαπλοκές και παραλείψεις και ατασθαλίες,
σκοπιμότητες κρυμμένες σε ωραίες λέξεις,
και στημένες μ’ αντιπάλους αντιπαραθέσεις.

Έληξε η εξουσία, πέρασαν τα χρόνια,
εξασφαλισμένα πλέον και τα δυο εγγόνια,
εκδρομές πολυτελείας από το Ντουμπάι
στις Σεϋχέλλες, τις Βερμούδες μέχρι τη Χαβάη.

Από τους παλιούς μου φίλους έχω πια ξεκόψει,
τα κοιτάγματά τους άλλα, μ’ έχουν χαντακώσει.
Οι φροντίδες και οι σκέψεις μόνο στα χαρτιά μου,
στις κρυφές μου καταθέσεις και τα έντοκά μου…

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Λόγοι αρχής


Καλό παιδί ο Χρήστος, μαθητής μου.
Ήρθε ο πατέρας στο σχολείο να με βρει,
να κάνω ιδιαίτερα στο Χρήστο.
-Δεν κάνω ιδιαίτερα, κι ας μου ζητούν πολλοί.
Διάπλατα μάτια απορίας.  -Γιατί;
-Για λόγους αρχής.
Και να με νιώθουνε δικό τους όλοι οι μαθητές μου.

Πλατύ χαμόγελο ειρωνείας.
-Καθηγητά μου, να ’ξερες τι γίνεται στην πιάτσα!
Είπε και άλλα διάφορα, κι ονόματα.
Έφυγε με χαμόγελο, γεμάτο οίκτο!

   Κι ήρθε και σπίτι μου ο λόγος του τη νύχτα:
-Καθηγητά μου, της συνέπειας,
ω ανθρωπάκο, της αφέλειας!
Άσε μια μέρα τα βιβλία και την ύλη σου,
και δες λιγάκι παραπέρα από τη μύτη σου,
η αγορά τραβάει πάντα την πορεία της
και τις αρχές σου τις πετάει στα σκουπίδια της.

Κι αυτοί, που νόμους διαρκώς για σένα γράφουν,
χαμογελούν για τις αρχές σου, και τ’ αρπάζουν.
Κοίταξε γύρω σου και δες την κοινωνία,
δεν είναι η εξαίρεση η ανομία.

Κι αν συνεχίζεις να θαυμάζεις το Σωκράτη,
μη σου διαφεύγει!
Με τις αρχές του πήγε πρόωρα στον Άδη!

-Πώς ν’ αντικρούσω τον τετράγωνό σου λόγο,
απάντηση δε βρίσκω να σου δώσω,
τι επιχείρημα στη σιγουριά σου να ορθώσω;

Για μυγδαλιές πώς να μιλήσω;
Γι’ αυτές που, κι αν αργούν, κάποτε ανθίζουν.
Για μυγδαλιές που μέσα στα τετράγωνα μαυρίζουν.
Πώς να τολμήσω;

Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Άνθρωπε


Φουσκωμένη η λάβα ξεσπάει με βία,
Πομπηίες και Θήρες σαρώνει γοργά,
ο Εγκέλαδος χρόνια με θεία μανία
τα πολύμοχθα έργα σου τα διασκορπά.

Του Διός κεραυνοί θορυβώδεις σε πλήττουν,
θυελλώδη ορμούν του Αιόλου παιδιά,
μες στη λάσπη οι βίαιες μπόρες σε πνίγουν,
ποταμοί αγριεύουν, ρημάζουν σπαρτά.

Τα θηρία σε τρώνε σε ζούγκλες και δάση,
σου αρπάζουν του μόχθου σου τα ζωντανά,
στην καλύβα σου κι έντομα έχουνε φτάσει
και μπορούν να σε ρίχνουνε του θανατά.

Δεν αρκούνε αυτά τα πολλά που παθαίνεις,
και στο αίμα σου μέσα εχθρούς κουβαλάς,
από χίλιες αρρώστιες πονάς και πεθαίνεις,
σε θολό πεπρωμένο με πείσμα τραβάς.

Απ’ τ’ αρχέγονα χρόνια σηκώνεσαι, πέφτεις,
ξεπερνάς κάθε κόπο και στέκεις ορθός,
κι αν ερείπια, στάχτες τριγύρω σου βλέπεις,
παραμένεις ακάματος δημιουργός.

Τιθασεύεις δυνάμεις τής άγριας Φύσης,
αντιστέκεσαι, κι ας σε προγκίζει ο καιρός,
στις ανάγκες σου βρίσκεις απίθανες λύσεις.
Στις τρελές εφευρέσεις σου μένω ενεός.

Μες στην έρημο βρήκες τους τρόπους να ζήσεις,
τους αιώνιους πάγους κι αυτούς κατακτάς,
στων βυθών τις αβύσσους τολμάς καταδύσεις,
στους αιθέρες μπορείς σαν πουλί να πετάς.

Στο φεγγάρι σου τόλμησες κι έχεις πατήσει, 
τους πλανήτες αδιάκοπα εξερευνάς,
και του ήλιου τη δύναμη έχεις νικήσει,
διαστημόπλοια στέλνεις, το χάος νικάς.

Με το θάνατο μάχες ατέρμονες δίνεις,
μηχανές και στο σώμα σου εγκαθιστάς,
μυστικά τών κυττάρων σου τα ξεδιαλύνεις,
το γραφτό σου το ίδιο με σθένος χτυπάς.

Πώς μπορείς, χόμο σάπιενς, τόσα ν' αλλάζεις;
Ποιων ορίων ακόμα θα σπάσεις φραγμούς;
Στο μυαλό σου απίθανα νούμερα βάζεις,
μ’ ένα δέος κοιτώ τους ταχείς σου ρυθμούς.

Κι όμως, άνθρωπε πάνσοφε, πανεφευρέτη,
η ερώτηση μένει για σένα ρητή,
η μεγάλη πορεία σου πια σε εκθέτει,
και απάντηση τώρα οφείλεις σαφή:

Πώς μπορείς Παρθενώνες στον ήλιο να υψώνεις
και την ίδια στιγμή το κακό στο μυαλό,
αφορμές να ζητάς και τα όπλα να ζώνεις,
τα ωραία σου έργα φριχτό ρημαδιό;

Να διαπράττεις χωρίς δισταγμό ατιμίες
και στο γείτονα, ακόμα στον αδερφό;
Κι απ' την άλλη θυμόσοφες ευαισθησίες,
ρητορείες ατέλειωτες για το ορθό,
Πυθαγόρες, Επίκουροι, φιλοσοφίες.
Μα να μένει ακμαίο παντού το κακό;