Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Φιλία ιδανική


Πάνε χρόνια τώρα, φίλε, κι είμαστε μαζί,
ήσουν εξ αρχής για μένα τύχη αγαθή, 
ούτε μια φορά στο λόγο κάτι το κακό,
και το βλέμμα σου καθάριο, πάντοτε αγνό.
Νιώθω τα αισθήματά σου τρισευγενικά,
έχουν ξεπεράσει πλέον και τ’ αδερφικά.
Σίγουρος για σένα πάντα, ό,τι κι αν συμβεί,
κι αν ποτέ σκεφθεί κανένας, κάτι για να πει,
αν ανοίξει την καρδιά μου, μέσα θα σε βρει.

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Πείρα


Μια μέρα ακόμα τελειώνει
και σβήνουν αργά των βουνών οι γραμμές,
η νύχτα το δίχτυ απλώνει
κι οι σκέψεις γυρίζουν στου πριν τις στιγμές.

Αυτές οι στιγμές με χαρές και με λύπες,
με γνώσεις καινούριες, ειδήσεις πολλές,
προσθέτουνε πλούτο στις εμπειρίες,
μας δείχνουν του κόσμου τις εκδοχές.

Μα όσο τα χρόνια περνούνε και φεύγουν,
της γνώσης ο πλούτος βαραίνει πολύ,
και αν μετρητοίς όλα κάποιοι τα παίρνουν,
με πίκρα γεμίζουν την έρμη ζωή.

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

Μικρή ενοχή


Ήταν Σεπτέμβρης, ζεστός και φιλόξενος,
βγήκε ταξίδι, γι’ Αθήνα να φύγω,
για μετακίνηση ήμουν απρόθυμος,
ούτε γινότανε να τ' αποφύγω.

Έντεκα μέρες μακρύ σεμινάριο – 
άλλαζαν κάποια παλιά δεδομένα.
Ήταν στενάχωρη η απουσία μου,
ίδια για Εκείνη και ίδια για μένα.

Πλήθος συνάδελφοι, μέγιστη σύναξη,
κάποιες παλιές των σπουδών μου φιλίες,
σ’ όλων τα πρόσωπα η χρονοσήμανση,
δύο τουλάχιστον δεκαετίες.

Κύλησαν μέρες, παρήλασαν ρήτορες,
χίλιες κουβέντες, ποικίλες ιδέες,
άλλες κοινότοπες, άλλες αδιάφορες,
κάποιες, ελάχιστες, ήταν σπουδαίες.

Ένατη μέρα· γλυκιά συναδέλφισσα
δίπλα μου βρέθηκε, έτσι τυχαία,
κάτι ευπρόσδεκτο μες στο απρόοπτο,
μια μικροδόνηση, κι ένιωσα ωραία.

Εύκολα ήρθαν συστάσεις κι ονόματα,
πώς ο καθένας και πού εργασία.
Άνθη συστήθηκε, από την Άμφισσα,
με δωδεκάχρονη υπηρεσία.

Μια εξοικείωση άμεση κι όμορφη,
σαν μια παλιά μου καλή γνωριμία
και με τα μάτια της λες και με κέντριζε
σ’ ένα ξεκίνημα, μια ιστορία.

Ήρθε ζεστό και γλυκό το απόγεμα,
πάρκο ευπρόσωπο, δεντροστοιχίες.
Όλο γι αγάπες μιλούσε κι αισθήματα,
για περιπέτειες κι αποτυχίες.

Η μοναξιά της μεγάλο παράπονο,
κι όλο τα χέρια κοντά στα δικά μου,
είχα μπροστά μου μια εύδηλη πρόσκληση,
μα ελεγχόμενη και την καρδιά μου.

Δέκατη μέρα και πάλι στη σύναξη,
ήρθε ξανά η Ανθούλα σαν δίνη,
ήτανε μια συμπαθέστατη ύπαρξη.
Πίσω, πιστή με περίμενε Εκείνη.

Δεύτερο απόγεμα, νέα συνάντηση,
θέματα ανθρώπινα, λόγια ωραία
δεν τελειώνανε· είπαμε κι' αύριο
θα κουβεντιάσουμε τα τελευταία.

Μέρα ενδέκατη, τής αναχώρησης,
μόνοι οι δυο μας, τα χέρια πιασμένα,
άφθονα δάκρυα εξομολόγησης,
λόγια με πόνο και θέρμη βγαλμένα.

«Ήσουν για μένα δυο μέρες η Άνοιξη,
ήτανε βάλσαμο όσα μού είπες,
δύναμη άντλησα από το είναι σου,
νιώθω πιο εύρωστη τώρα στις λύπες.

Στην κοσμοέρημο βρήκα το βλέμμα σου,
φεύγεις, μα κάτι ωραίο θα μείνει,
φτάνει που μ’ άκουσες, που με κατάλαβες.
Θαύμασα πόσο δεμένος μ' Εκείνη».

Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε,
ήμασταν πλέον παλιοί καλοί φίλοι,
δρόμους αντίθετους μόνοι μας πήραμε,
λέξη δεν είπανε άλλη τα χείλη.

Έφτασα βράδυ. Εκείνη στο σπίτι μας,
κι είχε ορθάνοιχτη την αγκαλιά της.
Έντεκα μέρες· τη βρήκα ομορφότερη!  
και όπως πάντα θερμή η μιλιά της.

Γνήσια λόγια γλυκά τής ψιθύρισα,
μες στην ψυχή της μιλούσε η ψυχή μου,
κι όταν στα μάτια της δάκρυα αντίκρισα,
πήρε φωτιά η μικρή ενοχή μου…

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Των αφανών


Κι αν γύρω τους αδιάφοροι, ανίκανοι και άσχετοι,
δειλοί και βολεμένοι,
εκείνοι σοβαροί.
Κι αν δίπλα τους αδιάντροποι, αμόρφωτοι και άξεστοι,
εκείνοι ευγενικοί.
Κι αν πάνω τους ανάξιοι, ανάλγητοι και φίλαρχοι
και θεσιθήρες δόλιοι,
εκείνοι συνεπείς.
Κι αν το κεφάλι τού ψαριού στη λάσπη και τη βρώμα του,
εκείνοι καθαροί.

Πόσοι να είναι άραγε,
που χρόνια στέκουν όρθιοι, αδιάφθοροι, ακέραιοι,
που βάζουνε την πλάτη τους κι αντέχει η πατρίδα;
Πόσοι να είναι άραγε αυτοί οι σκαπανείς,
υπάλληλοι του χρέους,
που μένουν απαράσημοι και είναι αφανείς; 

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Ηνία


Κι αν έχουν τα ηνία τα λιοντάρια
και φωνασκούν οι λύκοι και ουρλιάζουν τα τσακάλια
κι οχλαγωγούνε οι μαϊμούδες,
εσύ με ποιους;

Κι αν τα ηνία τα προλάβουνε οι λύκοι
και φωνασκούνε τώρα τα λιοντάρια
και τις γνωστές κραυγές τους τα τσακάλια
κι ασχημονούνε πάλι οι μαϊμούδες,
εσύ με ποιους;

Κι αν έρθουν στα ηνία τα τσακάλια
κι από κοινού οι λύκοι φωνασκούν με τα λιοντάρια
και με χειρονομίες οι μαϊμούδες,
εσύ με ποιους;

Αν μοναχός,
μέσα στης ζούγκλας τούς κανόνες,
ίσως μπορέσεις μόνο να επιβιώνεις.

Κι αν κάποτε λιοντάρια, λύκοι και τσακάλια
πιαστούν στον ύπνο,
κι αρπάξουν οι μαϊμούδες τα ηνία,
η επιλογή σου τώρα μία:
Μαζί με όλους στον κοινό αγώνα.
Να φύγουν οι μαϊμούδες!
Κι ας έρθουν πάλι οι λύκοι, τα λιοντάρια, τα τσακάλια.
Ποτέ οι μαϊμούδες!

Κι αν ονειρεύεσαι τα βράδια,
πως τα ηνία θα τα πάρουν κάποτε τα ελάφια
και θα ’ναι πια το δίκαιο για πάντα,

ποτέ τους δε θα πάρουν τα ηνία τα ελάφια.
Έτσι είναι ο Νόμος.
Τον έβαλε αμετάκλητα ο Κάιν.

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

Αλήθεια άφιλη


Μια φιλία, πέντε χρόνια, αδιατάραχτα,
πέντε χρόνια σαν αδέρφια ομογάλακτα.
Κάθε σου χαρά μεγάλη μέσα στη ζωή,
όμοια και εγώ τη ζούσα, έλαμπε διπλή.
Στις κοινές μας εμπειρίες ίδιο κοίταγμα
και μικραίναμε τις λύπες με το μοίρασμα.

Τώρα που ’ρθε και σε μένα μια τρανή χαρά,
μια κουβέντα είπες, φίλε, κι ήταν μαχαιριά.
Τόση ζήλεια σωρευμένη πώς ξεχείλισε,
σαν τη λάσπη τού χειμάρρου με πλημμύρισε.
Και ξυπνήσανε στη μνήμη δήγματα μικρά,
κάπου-κάπου ξεπετιούνταν κι ήτανε πικρά,
μα τα νόμιζα τυχαία ατοπήματα
και τα αντιπαρερχόμουν ως αθύρματα.

Αχ, βρε φίλε, να μπορούσες να συγκρατηθείς
και ποτέ σου, όσο ζούσα, ν’ αποκαλυφθείς.
Λέμε, η αλήθεια πρέπει να μας κυβερνά,
μα καλύτερα να βλέπεις ψέματα πλατιά,
που σκεπάζουν την ασχήμια, τα πολλά μικρά,
και ας είναι μια φενάκη όλη η ανθρωπιά.