Άγριος Μάρτης, το
κρύο πολύ
και της Βασίλως το
τζάκι σβησμένο,
λίγα τα ξύλα στην
άσπρη αυλή,
το παραθύρι της
χιονοδαρμένο.
Σπίτι-καλύβι, τα πάντα
λιτά,
σκεύη παμπάλαια,
παραφθαρμένα
και τα στρωσίδια χοντρά υφαντά,
όμορφα, κι ας απ’
τα χρόνια τριμμένα,
Ξέρει η Βασίλω τη
φτώχεια καλά,
πλούτος ποτέ δεν
της έχει γελάσει,
από μικρή, μια ζωή
στη δουλειά,
πότε στα κτήματα,
πότε στα δάση.
Σαν τη ρωτάνε τι
έχει να πει,
τώρα που πέρασε πια
τα ογδόντα,
πότε το δίκιο, το
πώς και γιατί,
πώς τα παλιά της
και πώς τα παρόντα:
– Είδα φεγγάρια,
χειμάρρους, βουνά,
άκουσα αηδόνια τις
νύχτες με τ’ άστρα,
δε μου τα πήρε
κανένας αυτά,
μέχρι το τέλος μου
άπαρτα κάστρα.
Κάποιοι μ’ αδίκησαν
μες στη ζωή,
πλούτο μαζέψανε απ’
τη μπουκιά μου,
είχαν τον τρόπο
τους στην αρπαγή
κι ούτε τους άγγιξε
μία ματιά μου.
Είναι αυτοί που
κοιτούν τα βουνά
και λογαριάζουν τα
πεύκα για ξύλα,
μόνη χαρά τους να
βγάλουν λεφτά
και η ψυχή τους
κλωνί δίχως φύλλα.