Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

Απόκληρου πρωτοχρονιά


Λόγια ωραία, ευχές και αγάπες,
εύκολα, όμορφα και φωτεινά,
όμως εκεί στου χωριού μου την άκρη
ένας απόκληρος στην παγωνιά.

Πόρτα παμπάλαιη, σπίτι τής φτώχειας,
τζάκι σβησμένο, το κρύο βαρύ,
ένα «Υπάρχω» στο γκρίζο γραμμένο,
έξυσε μέσα μου την ενοχή.

Πέρασαν κάποια παιδιά τής αγάπης
από την πάνω καλή γειτονιά,
μ’ ένα τραγούδι τού φέραν ελπίδα
και του ψαλίδισαν τη μοναξιά.

Πήγα κι εγώ μυστικά το βραδάκι.
Κάτω απ’ την πόρτα μικρή αρωγή
(ήταν περίσσευμα σ’ ένα τσεπάκι).
Κάπως συμμάζεψα την ενοχή…

           Αφορμή των στίχων, η περυσινή συγκινητική ανάρτηση
           της φίλης Βαρβάρας, 1-1-16 στα «Κέριναποιήματα».


Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Κάποτε


Τι εποχή ήταν κι εκείνη…
Να καταγγέλλουν λαοπλάνοι τούς αγύρτες,
δημοκρατία να ζητάνε οι φασίστες,
να εγκαλούν οι εφιάλτες τούς προδότες,
προσκυνημένοι να προγκίζουν μειοδότες.

Τι εποχή αλήθεια…
Δημαγωγοί να επικρίνουν δημοκόπους,
οι ψεύτες να φωνάζουνε γι’ απάτες,
αιρετικοί ν’ αποκηρύσσουν αποστάτες.

Τι εποχή, πώς να την πεις…
Σπιθαμιαίοι να περιγελούνε νάνους,
αθύρματα να βρίζουν τους γελοίους,
οι τιποτένιοι να μαλώνουν τους αχρείους.

Τι εποχή, πώς να τη δεις…
Τυχάρπαστοι να ψέγουν τυχοδιώκτες,
να κρίνουν ραδιούργοι τους πανούργους,
κακοποιοί να κυνηγούνε τους κακούργους.

Ήταν καιρός μιας ξένης πολιτείας,
υπήκοοι βουβοί να βλέπουν…
Οι μεν, πώς είναι η μαυρίλα τής αλήθειας,
οι δε, πώς είναι η αλήθεια τής μαυρίλας.


Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2016

Χαμογελαστή Ανθρωπιά


Δεν ήταν τυποποιημένο,
συνηθισμένο, των πολλών.
Δεν έμοιαζε δασκαλεμένο
σεμιναρίου στελεχών.

Είχε αγνότητα και χάρη
σαν μια εικόνα τού καλού,
ήταν χαμόγελο πηγαίο
ενός προσώπου καθαρού.

Βαριά είχε κινήσει η μέρα,
με μια σκοτούρα-απειλή,
να πάω έπρεπε αμέσως
για ένα πρόβλημα οξύ.

Σε κάποια γραφειοκρατία
μια εκκρεμότητα ετών,
από τον Άννα στον Καϊάφα
μέσα στο άγχος των χαρτιών.

Εκεί στο τέσσερα γραφείο
την είδα πρώτη μου φορά,
ευγενικά την καλημέρα
ανθρώπινα και φιλικά.

Υπάλληλος καταρτισμένη
με διάθεση για προσφορά,
κατάλαβε το πρόβλημά μου,
βρήκε το λάθος στα χαρτιά.

Υπεύθυνα και με το νόμο
έδωσε λύση τελική,
εκεί που οι προκάτοχοί της
αδιάφοροι και κυνικοί,
δε με αφήναν τρία χρόνια
να κοιμηθώ ως το πρωί.

Το άγχος μου τελειωμένο,
ελεύθερη αναπνοή.
Εκεί στο τέσσερα γραφείο
βρήκα την τύχη γελαστή.




Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

Κατορθωτό


Βροχή, βαριά η συννεφιά, κρυμμένα όλα τα βουνά,
τα πάντα μουσκεμένα    
κι εγώ μες στην καλύβα μου με τα φτερά κομμένα.

Οι νύχτες είναι μακριές, οι σκέψεις μένουν αιχμηρές,
λογχίζουνε τον ύπνο,
ιδέες αχαλίνωτες γυρνούν σε φαύλο κύκλο.

Τα όμορφα και τα καλά φαντάζουν άσχημα παλιά,
πεζά και τετριμμένα,
τα έργα μου, τα όνειρα καταβαραθρωμένα.

Ώσπου μια μέρα φωτεινή, ελπιδοφόροι οιωνοί
μου δείχνουν το γαλάζιο,
αλλιώς τα βλέπω ξαφνικά, καινούριο το κουράγιο.

Τινάζω πάλι τα φτερά, τα νιώθω τώρα δυνατά
και είμαι αλαφρωμένος.
Η θέλησή μου ζωντανή, απελευθερωμένος.

Σπασμένα τα βαριά δεσμά, στην άκρη τα φαρμακερά,
η σκέψη μου σε τάξη,
τοπία μπρος μου διαφανή, η ζήση μού φωνάζει.

Ήταν λοιπόν κατορθωτό να ξεσκεπάσω το σωστό,
σελίδα να γυρίσω,
τη λογική να ξαναβρώ, το βράχο να κυλήσω.

Κι αν έρθει πάλι ο καιρός, επίβουλος και παγερός
γι’ αυτούς που νιώθουν μόνοι,
δεν έχω πια να φοβηθώ. Κρατάω το τιμόνι!

                    

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Στο δρόμο για τα παχνιά


Αφ’ ενός τα γεγονότα,
τετριμμένα ειωθότα…
Τα συντάγματα κι οι νόμοι, εκλογές και κυβερνήσεις,
προγραμματικές δηλώσεις, επισκέψεις, διακηρύξεις,
των εθνών οι παραδόσεις, των λαών οι προσδοκίες
για παγκόσμια ειρήνη, δικαιώματα, αξίες.

Αφ’ ετέρου τα παρόντα,
δεδομένα και βοώντα…
Τραπεζίτες, εταιρείες υπεράνω των συνόρων,
κεφαλαίων διακινήσεις υπεράκτιων πρακτόρων,
αστοιχείωτοι και φαύλοι σκοτεινά εξωνημένοι,
διαπλεκόμενοι των Μέσων, πονηρά προβεβλημένοι.

Και στου μέλλοντος την κρίση,
αν η ανοχή κρατήσει…
Σε γραφεία ειδημόνων σχεδιασμένη η πορεία:
Ιστορία και Πατρίδα, εθνική κυριαρχία,
λέξεις δίχως σημασία μες στην ομοιομορφία,
κάτοικοι αριθμημένοι τού παγκόσμιου αρχείου,
και τροφή μεταλλαγμένη στα παχνιά τής υδρογείου.


Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Ο Ασύμβας


Για ώρες πάλεψε τη νύχτα ο Ασύμβας,
το δίλημμα σκληρό, τυραννικό,
ο αρχηγός και τα στελέχη περιμένουν,
το θέμα, είπαν, μέγα εθνικό.

Δεν προλαβαίνουν τώρα, λεν, για εξηγήσεις
πού πήγαν διακηρύξεις και αρχές,
πώς έγιναν το άσπρο και το μαύρο ίδια,
γιατί κι αυτοί με ίδιες πρακτικές.
Και του θυμίσανε τον κίνδυνο και πάλι
του χθες μην έρθουν εξουσιαστές.

Όλα τα ζύγισε τη νύχτα ο Ασύμβας,
τα λόγια, τις προθέσεις, το σκοπό.
Ποιο το καθήκον του και πόση η ευθύνη,
τι είναι γνήσιο και τι εικονικό.

Ο φόβος μη χαθεί η εξουσία,
συγκαλυμμένος μ’ ένα δίλημμα πλαστό.
Των στελεχών καλά κρυμμένη η πορεία,
απ’ την Ιθάκη πιο γλυκιά η Καλυψώ.

Αυτός εντολοδόχος τής αλήθειας,
κι ας πούνε διάφορα οι φίλοι οι παλιοί.
Ελεύθερος ο συνεπής Ασύμβας,
η ψήφος στην Ιθάκη. Φανερή!


Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Όχι


Σταθήκαμε και φέτος σοβαροί
μπροστά στ’ αμίλητα αγάλματα.
Κρατήσαμε κι ενός λεπτού σιγή
να φέρουμε στο νου, εκείνων τα προτάγματα    
ή τα δικά μας ανταλλάγματα
για τής πατρίδας την τιμή.

Σχετικά ποιήματα  1, 2, 3

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016

Άπελπις και Εύελπις


-Συνεχής η βροχή, μου ποτίζει τη θλίψη,
θολωμένα βουνά σε τοπίο τραχύ,
σαν εχθρός ξεπροβάλλει μπροστά μου η φύση,
σε φυγή αδιέξοδη με προσκαλεί.

--Συνεχής η βροχή θα ποτίσει σε βάθος,
ζωογόνες δυνάμεις σωρεύει η γη,
τα ριζά των βουνών μια παλέτα στο θάμπος,
των νεφών η βαρύτητα, τέχνης πηγή.

-Στην αυλή τα νερά με της λάσπης το χρώμα,
του ελάτου βελόνες ριγμένες ξερές,
τα γδαρμένα χρυσάνθεμα γέρνουν στο χώμα,
οι γροθιές μου σφιγμένες, οι σκέψεις πικρές.

--Της αυλής τα νερά καθρεφτίζουν γεράνια,
τα κυκλάμινα μοιάζουν φωλιές ροδαλές,
ξεπλυμένο το έλατο όλο ζωντάνια,
απλωμένες μπροστά μας βροχής ομορφιές.

-Με ορμή χαρακώνουν το τζάμι σταγόνες,
συνεργός ο νοτιάς απειλεί βουερός,
σκοτεινές γκριζωπές με σκιάζουν εικόνες,
τα πλευρά μου διατρέχει ο φόβος υγρός.

--Αυλακώνουν το τζάμι ρυάκια πληθώρα,
σαν κλαδάκια δρυός ένα δίχτυ πυκνό,
ζωγραφιές που αλλάζουνε ώρα την ώρα,
ταιριαστός ο νοτιάς, μουσικό σκηνικό.

-Τα μαζεύει η μέρα, το φως λιγοστεύει
και η νύχτα για έφοδο καραδοκεί,
αδιέξοδα πάλι στο νου μου θα φέρει,
σαν δυνάστης το αύριο θα ορθωθεί.

--Αναπόφευκτα φεύγουν της μέρας οι ώρες,
μες στον ύπνο θα σβήσει κι η νύχτα αυτή,
θα τραβήξει το δρόμο της σ’ όλες τις χώρες,
δε θ’ αργήσει ο ήλιος, ξανά θα φανεί.


Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016

Ζηλόφθων


Πάλι ζηλεύεις την τύχη των άλλων,
πάλι λυπάσαι που βλέπεις χαρά,
ό,τι καλό σε γνωστούς και σε φίλους,
είναι για σένα κακή συμφορά.

Δε σ’ έχει αφήσει και σένα η τύχη,
έχεις κι εσύ τις καλές σου στιγμές,
άμα κοιτάξεις τριγύρω το πλήθος,
σπάνιες είναι του κόσμου οι χαρές.

Όμως εσύ επιμένεις να βλέπεις,
σαν πρόβλημά σου το ξένο καλό,
κι όταν οι άλλοι παθαίνουνε νίλες,
δείχνεις να χαίρεσαι για το κακό.

Σαν το σαράκι σε τρων και σε φθείρουν
ζήλεια και φθόνος βαθιά στην ψυχή,
πότε θα νιώσεις πως τούτο το πάθος
της δυστυχίας σου είναι πηγή;

Δες μοναχά τη δική σου πορεία,
άσε τους άλλους να παν στην ευχή.
Σκέψη κακή, διαρκής η πικρία,
άκακη σκέψη, γλυκιά η ζωή.


Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Διαμαρτυρία


Εκπροσώπων:
Ούννων, Γότθων, Βησιγότθων,
Πετσενέγων και Αβάρων,
Νορμανδών και Οστρογότθων,
Μαμελούκων και Βανδάλων

Καταγγέλλουμε το κράτος και τους Έλληνες δασκάλους,
που ακόμα επιμένουν
ότι τάχα πρόγονοί τους είχαν διώξει τους βαρβάρους.
Πώς τους είχαν εκτοπίσει
κι ότι μόνο στα βιβλία κάποιος θα τους συναντήσει.

Μα εμείς εδώ και χρόνια, είμαστε παντού παρόντες,
στα χωριά μας και στις πόλεις, το γνωρίζουν οι δημότες.
Το δηλώνουμε εγγράφως σε φρεσκοβαμμένους τοίχους,
σε πετρόχτιστες οικίες, σε αυλόπορτες, σε κήπους,
μέσα κι έξω στα σχολεία, σε αγάλματα, μνημεία.
Κι αν μας πιάνει το μεράκι και για την καλλιτεχνία,
ζωγραφίζουμε τις νύχτες πύλες και πολυτεχνεία.

Τα σκουπίδια μας στολίζουν δρόμους, εξοχές και κάμπους,
πεζοδρόμια, πλατείες με ξεχειλισμένους κάδους.
Τα μεγάφωνά μας τέρμα κι ας φωνάζουν οι γειτόνοι
κι ας αλλάζουν κυβερνήσεις και ψηφίζονται και νόμοι.

Οι δικοί μας καλλιτέχνες με πρωτόγνωρα σουσούμια
και με στίχους αχταρμάδες σε γκρεκόξενα τραγούδια,
κάθε λίγο παρουσίες σε οθόνες τής φενάκης.
Και δε ζει για να θυμώνει ο δικός σας Χατζιδάκις.

Στη χαρά μας κάθε λίγο οι φωτιές και οι δηώσεις,
νταηλίκια και βρισίδια και γηπέδων εκδηλώσεις.
Ο κατάλογος μεγάλος. Όπου και να περπατήσεις,
της δικής μας παρουσίας συνεχείς οι αποδείξεις.

Για πολιτισμό, παιδεία, τόσα χρόνια διακηρύξεις,
κάθε υπουργός με λόγια, έωλες μεταρρυθμίσεις.
Κι έτσι εμείς εδώ μονίμως, ανενόχλητοι θα δρούμε,
τους γενναίους μας προγόνους διαρκώς θα τους τιμούμε.

Ο αρχηγός των εκπροσώπων
Αλάριχος  Ζ΄


Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016

Οκτώ στολές κακοραμμένες


Αυτοί που ασχημόνησαν και γίνανε δυνάστες,
αδημονούν να ξαναρθούν· καμία συστολή.
Οι διάδοχοί τους μεριμνούν για τους δικούς τους κράχτες
να διεκπεραιώσουνε την ίδια αποστολή.

Από τους «φίλους» έφτασε με ύφος δεδομένο,
χωρίς εφόσον και εάν, ωμή επιστολή:
«Το έγγραφό μας το γνωστό, το υπογεγραμμένο,
πιστά θα εφαρμόσετε χωρίς αναστολή.
Με όλους σας επίσημη, ρητή η συμφωνία,
η βασική σας μέριμνα, των φόρων διαστολή.
Στα λόγια για συντάγματα και για δημοκρατία,
καιρός να επιφέρετε δεινή περιστολή».

Παλιοί και νέοι προύχοντες με ψέματα γενναία,
αδίστακτοι και πρόθυμοι για την καταστολή.
Και ως αλήθεια θεωρούν και πράξη αναγκαία,
των σημαιών μας τελική να γίνει υποστολή.





Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

Φίλος προθέσεων


Ήταν ωραίος στις ιδέες,
οι συζητήσεις σοβαρές,
είχε λεπτές ευαισθησίες,
διαχυτικός στις αγκαλιές.

Όμως…
ο φίλος τα ’χε μάθει όλα,
ατράνταχτη η σιγουριά,
έλεγε διάβασε πληθώρα
βιβλία ψυχολογικά.

Έβρισκε σ’ όλα ερμηνείες,
προθέσεις διαφορετικές,
τον κυνηγούσαν υποψίες,
διύλιζε τις κριτικές.

Διέγραψε το Δημητράκη
που είχε μια καρδιά χρυσή,
ένα ωραίο σχήμα λόγου
το νόμισε για προσβολή.

Στην άκρη έκανε τη Μαίρη,
καλόβολη κι ευγενική,
κάποια ερώτηση αθώα
τη βρήκε κοροϊδευτική.

Και κάποια μέρα στην κουβέντα,
ξάφνου η έκρηξη οργής,
θεώρησε μια διαφωνία
απόπειρα επιβολής.

Μέσα στο λάθος του ο φίλος,
παγιδευμένος στο θυμό,
ξέχασε κάθε τι ωραίο
κι έσπρωξε φίλο καρδιακό.

                                       Στίχοι για τον αξιόλογο συνάδελφο Σ.
                                       που, τι κρίμα, δε μπόρεσε  μέχρι το τέλος
                                       τής ζωής του να στεριώσει έναν φίλο.

                            

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

Κυβερνήτες στην παράξενη πολιτεία


Στην εξουσία δεινός δημεγέρτης,
λόγια ωραία, μα κι έργα σωστά, 
των οπαδών λατρεμένος ηγέτης,
όμως ξεφύτρωσαν λάθη πολλά.

Σκάνδαλα, έρωτες, παλινωδίες,
και στα υπόγεια τα τρωκτικά.
Φίλοι καλοί, ενεοί στις βλακείες,
κι από παντού τα πυρά εχθρικά.

Ήρθε στο θώκο ο μέγας εχθρός του,
αν και φθαρμένος σε χρόνια παλιά.
Αντεκδικήσεις ο πρώτος σκοπός του,
παλινορθώσεις με ήθη φθηνά.

Ο δημεγέρτης σε δεύτερη πράξη
αν και το άστρο του είχε καεί,
πρόωρος χάρος ανέλαβε δράση
κι έφερε διάδοχο το λογιστή.

Λόγια πεζά μα και άξια έργα,
ευημερία θολή, στο παρόν.
Της διαπλοκής το επίπεδο μέγα,
οι βολεμένοι στο κόμμα, μπετόν.

Μεταρρυθμίσεων αναζητήσεις,
η κοινωνία δικό της ρυθμό,
με αλχημείες και φαύλες κινήσεις
νόμισμα ξένο, θηλιά στο λαιμό.

Ψήφο σε άλλον με ύφος γενναίο,
έναν καλύτερο ομιλητή,
τ’ όνομα είχε προσόν του σπουδαίο,
διάφοροι είπαν πως έχει πυγμή.

Του παρελθόντος ακμαίοι οι κρίκοι
και η πορεία το ίδιο πεζή,
άλλοι ημέτεροι βρήκαν τσιφλίκι
και το κατάντησαν άγονη γη.

Με υποσχέσεις ο άλλος στο βήμα,
τ’ όνομα είχε κι αυτός για προσόν.
Σαν δεδομένο το ψέμα για χρήμα
κι ήρθε στη χώρα εσμός χορηγών.

Ναυαγοσώστες την άκριτη ώρα,
όμως με ρήτρες – παγίδες  κρυφές,
τόσοι αδιάβαστοι πήραν τη χώρα
και την παρέδωσαν στους δανειστές.

Νέα εκδίωξη, άλλο τιμόνι,
ίδια συνέχεια δίχως πνοή,
λόγια περήφανα, άθλιοι νόμοι,
σε αδιέξοδο η διαδρομή.

Απελπισμένοι στο μαύρο τους χάλι,
βρήκαν στ’ αζήτητα κόμμα μικρό,
σε γενναιότητες πίστεψαν πάλι,
αν και το ένιωθαν το μυστικό…


Σάββατο 27 Αυγούστου 2016

Μαύρο


Πνεύμα αδέσμευτο, ήθος, ευπρέπεια,
σ’ όλα τα κείμενα ευαισθησία,
ήταν κατάδηλη η καλλιέργεια,
λέξεις πολύσημες, καλαισθησία.

Αριστοτέχνης σε θέματα καίρια
με φωτισμό συμφερόντων κρυμμένων
και αποκάλυπτε όλη την ένδεια
προβεβλημένων, βαθιά νυχτωμένων.

Φάρος και φύλακας, δίχως προσχήματα,
των πανανθρώπινων δικαιωμάτων,
αποδομούσε τα φαύλα κηρύγματα
και τις «αλήθειες» ποικίλων δογμάτων.

Λίγα τα σχόλια, όλα πολύτιμα,
στ’ όνομα άδολης ελευθερίας,
διάλογοι έξοχοι και συναισθήματα,
πνεύματα ήρεμης αυτογνωσίας.

Δίχως εμπόδια οι αναρτήσεις του,
όσο οι φίλοι παρέμεναν λίγοι.
Όταν πολλοί είδαν πια τις κινήσεις του,
τον εξαφάνισαν χακερολύκοι.

                      Στίχοι αφιερωμένοι στα σοβαρά ανήσυχα πνεύματα,
                      ανά την υφήλιο, που, όταν αρχίζουν να έχουν απήχηση,
                      τα τρώει το σκοτάδι,
                      στις δικτατορίες και στις προσχηματικές δημοκρατίες.


Παρασκευή 19 Αυγούστου 2016

Του Δικαίου


Οι κλέφτες πολλοί. Σοβαροί, ευυπόληπτοι,
ωραίοι, λαλίστατοι στις θεωρίες.
Στους θώκους φτωχοί, μα γοργά πλουσιότατοι,
κοινό μυστικό στις θολές υποψίες.

Χωρίς συστολή, με κινήσεις ανοίκειες,
στης χώρας το σώμα αχόρταγες βδέλλες,
κινήσεις υπόγειες, μαύρες προμήθειες,
δημόσιο χρήμα και μέχρι Σεϋχέλλες.
                                     
Τυχαία η ρήξη σε κάποιο απόστημα,
βαριά στην ατμόσφαιρα η δυσωδία,
ακτίνα φωτός στο κρυφό οικοδόμημα,
για λίγο ξεσκέπαστη η ανομία.

Με ύφος αθώων γνωστοί διαπλεκόμενοι,
σε φαύλες οθόνες αλλιώς τις ειδήσεις,
ως δήθεν κατάπληκτοι, τώρα κατήγοροι,
φθηνές διακηρύξεις, δικαίου εκκλήσεις.

Σε δρόμο μακρύ ανακρίσεις ατέρμονες,
ενστάσεις και δαίδαλοι πολυνομίας,
στρεψόδικα μέσα, ασθένειες έωλες,
δηλώσεις ανέξοδης κενολογίας. 

Ως άτυχοι τράγοι πεντέξι στα σίδερα,
απείραχτες τόσες θρασύτατες βδέλλες.
Το κράτος δικαίου μονίμως μια χίμαιρα,
στου χρόνου τη σκόνη αρχαίες ιδέες.


Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

Αυτό που θα 'ρθεί


Ρυάκια πολλά, μα μικρά και αδύναμα,
που μόλις ακούγονται.
Οι χείμαρροι μένουν στεγνοί.

Μακριά στον ορίζοντα άφθονα σύννεφα,
που μοιάζουν ακίνητα.
Οι άνεμοι δείχνουν αργοί.

Αθόρυβο ακόμα στα πεύκα το θρόισμα.
Υπήκοοι ράθυμοι, άρχοντες ήσυχοι.
Και ποιοι θα σηκώσουν αυτό που θα ’ρθεί…


Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

Έναυσμα


Ευτυχισμένοι οι εφτά πεντακοσιομέδιμνοι
κι από κοντά τους αστυνόμοι, ιερείς και δικαστές.
Οι άλλοι χίλιοι στο χωριό λες κι ήτανε αμέριμνοι –
οι δούλοι, οι επήλυδες, οι θήτες και οι πελταστές.

Μα ένας δούλος νεαρός, μια μέρα ζωηρός,
μισή κουβέντα ψέλλισε για λεύτερα πουλιά,
κι ο φίλος του ο έπηλυς φώναξε θαρρετός
πως είναι το ψωμί λειψό στα πιο φτωχά παιδιά.

Ακαριαία τρέξανε ακμαίοι αστυνόμοι
και κλείσανε τα στόματα με τσουχτερά ραβδιά,
και οι ανήσυχοι γονείς σαν άλλοι παιδονόμοι
αρχίσανε τις συμβουλές για στόματα κλειστά.

Θορυβημένοι οι εφτά πεντακοσιομέδιμνοι
κι από κοντά τους αστυνόμοι, ιερείς και δικαστές.
Κι οι άλλοι χίλιοι στο χωριό μένουν ακόμα αμέριμνοι.
Σιωπή και νέκρα. Όμως, άηχες μαζεύονται φωνές…