Με ρίξανε μέσα στο φόβο και με φορτώσανε γερά,
καμιά εξηνταριά οκάδες, και μου στραβώσαν τα πλευρά.
Πήγα να βγάλω μια φωνούλα, λίγο να διαμαρτυρηθώ,
με χαρατσώσανε αμέσως και τώρα γρόσια τούς χρωστώ.
Σαν είδανε σε λίγους μήνες πως πήγαινα για πεθαμό,
μου βγάλαν είκοσι οκάδες, πιο γρήγορα να περπατώ.
Πήρα μι’ ανάσα ο καημένος, αλαφρωθήκαν τα πλευρά,
μα φάρμακο φτηνό δε βρήκα να μη με σφάζουν τα νεφρά.
Πέρασε χρόνος, και η πλάτη μοιάζει γεφύρι τοξωτό,
έχω κοντύνει απ’ το βάρος και προς το έδαφος κοιτώ.
Ο φόβος έγινε σκιά μου, πόσο θα πάει μακριά;
Ξεθωριασμένα μες στη μνήμη παλιά μου χρόνια ηρωικά.
Μα ήρθε μέρα και μου βγάλαν ακόμα μια εικοσαριά,
πήρα τ’ απάνω μου αμέσως, καλύτερα και τα νεφρά.
Ακόμα είκοσι οκάδες απόμειναν να κουβαλώ,
μα τά ’χω πλέον συνηθίσει. Και λέω και δόξα τω θεώ!...
(Από την ιδέα ενός παλιού
παραμυθιού)