Μέσα στο αρχαίο δάσος,
σαν κυρίαρχος νταής,
αναιδής και προπετής,
ένας σαβουρόσαυρος
όπως θέλει φέρεται,
με το λίγο του μυαλό
μοναχός του χαίρεται.
Έχει υπηρέτες του
άλλα ερπετά μικρά,
τά ’χει καλοταϊσμένα,
τον ακολουθούν πιστά.
Και δε βρίσκεται κανείς
να τον κυνηγήσει,
το σαβουροφέρσιμο
να το σταματήσει.
Κάποιοι ασημαντόσαυροι
κάνουν πως τον πολεμούνε,
σαν σκυλάκια ακίνδυνα
μόνο αλυχτούνε.
Και αυτός κυρίαρχος,
ό,τι και να πούνε.
Βγαίνουνε και κάποια ζώα
που το δάσος τ’ αγαπούνε,
και για τη συνέχειά του
συνεχώς αγωνιούνε,
το σαβουροφέρσιμο
δε μπορούν να τ’ ανεχθούνε.
Και προτείνουν στ’ άλλα ζώα
όλα τους να ενωθούνε,
απ’ τον σαβουρόσαυρο
αύριο ν’ απαλλαγούνε.
Μα οι πληθυσμοί τού δάσους
παραμένουν αδρανείς,
άλλοι είναι φοβισμένοι,
άλλοι μικροβολεμένοι,
άλλοι αφελείς.
Κι έτσι μένει ακλόνητος
μες στο δάσος ο νταής,
αναιδής και προπετής,
στο σαβουροφέρσιμο
πάντα συνεπής.