Ακίνητη με κοίταζε γεμάτη
αμφιβολία,
σιγά τής γλυκομίλησα να
πιάσουμε φιλία.
Ανήσυχη τραβήχτηκε και
στάθηκε μακριά μου,
πικρά με κατηγόρησε για
κάποια κρίματά μου:
Πολλά για μένα γράφετε ωραία παραμύθια
πως είμ’ εγώ η πονηρή, πως όλα είν’ αλήθεια.
Μυριάδες ζώα φάνηκαν σ’ αυτήν την άγρια Φύση,
στης Τύχης την ανίσωση θα βρει κανείς τη λύση;
Εσείς μπορείτε χτίζετε ευρύχωρες καλύβες,
εγώ με τα νυχάκια μου στη γη ανοίγω τρύπες,
εχθροί να μη με βρίσκουνε, μικρά να μεγαλώνω,
και το χειμώνα το βαρύ το κρύο να γλιτώνω.
Τις νύχτες τρέχω για τροφή να πάω στ’ αλεπουδάκια,
εσείς καλά τα βρίσκετε τα ήμερα τ’ αρνάκια.
Κοτέτσια πια δεν έχετε, κοτόπουλα δε βρίσκω
και τριγυρνάω στις αυλές με φόβο και με ρίσκο.
Σκοτώσατε προγόνους μου που βρέθηκαν κοντά σας
και βάλατε τις γούνες τους γιακάδες στα παλτά σας.
Μου λέτε πως με θέλετε να μ’ έχετε για φίλο,
μα δούλο θα με κάνετε με το λουρί σαν σκύλο!
Εσείς την εκμετάλλευση την έχετε κανόνα
από τ’ αρχαία χρόνια σας στον τωρινό αιώνα.
Τάχα την καταργήσατε την άθλια δουλεία·
στραγγίζετε αδύναμους σαν βρείτε ευκαιρία.
Κανένας δε γεννήθηκε δούλος σ’ αυτήν τη Φύση,
ελεύθερα κινήσαμε στη δύσκολή μας ζήση.
Εσείς που καταφέρατε στα δυο να σηκωθείτε,
τη Φύση που σας γέννησε την κατακρεουργείτε.