Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Δανειστής φίλος


Καινούρια θέλει δανεικά, έχει πολλά προβλήματα
ένας παλιός μου φίλος,
και σπεύδω αλληλέγγυος με άφθονα δοσίματα,
μπρος στου γκρεμού το χείλος.

Συμφώνησε και σκίσαμε τα παλαιά γραμμάτια,
που είχανε πια λήξει,
μου έδωσε εγγύηση όλα του τα ιμάτια,
έχει μεγάλη σφίξη.

Ό,τι χαρτιά τού έδωσα, ασμένως τα υπέγραψε,
χωρίς να τα διαβάσει,
την παροιμία την παλιά φαίνεται πως την ξέχασε,
υπογραφή πού βάζει.

Μ’ έκανε πια κυρίαρχο στα πατρικά χωράφια του,
χρόνια παρατημένα,
και όλα τα παλιάμπελα που είχε από τη μάνα του,
τα άφησε σε μένα.

Και συμβουλές του έδωσα να κόψει κι άλλα έξοδα,
πολλά να καταργήσει,
τη ζέστη του λιγότερη, τα ακριβά πετρέλαια
ποιος θα του τα ξοφλήσει.

Του είπα και τα φάρμακα καιρός να λιγοστέψουνε,
τα παίρνει από την κούνια,
να βρει κάποια φθηνότερα και αν δεν τον γιατρέψουνε
καλά και τα μαντζούνια.

Και άλλα τού συνέστησα, να πάρει πια απόφαση.
Τον χτύπησα στην πλάτη,
μου είπε και ευχαριστώ, που ’δειξα κατανόηση,
του πήρα τόσα βάρη.

Φεύγοντας ξαναπρόσεξα την όμορφη γυναίκα του,
που στέκονταν θλιμμένη,
δε λέω, φίλος καρδιακός, μα έπεσε το βλέμμα μου,
ο δανειστής χορταίνει;

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Παρελθόν


Τώρα, ζωή μου, που πέρασαν χίλιες δυο μπόρες,
τώρα που λάμπει μπροστά σου ο ήλιος ξανά,
τράβα τη σκέψη μακριά απ’ τις άθλιες ώρες,
λύπη μονάχα θα δώσουν, καθόλου χαρά.

Μόνο το άμεσο μέλλον αξίζει να βλέπεις
και να σχεδιάζεις τα όμορφα μες στο παρόν,
στις λανθασμένες παλιές σου κινήσεις μη μένεις,
ρίξε στη λήθη, επιτέλους, το παρελθόν.

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Μοναξιά 3


Ένα ψηφίο πατήθηκε λάθος.
Ένα «εμπρός» κάποιας ξένης φωνής,
δυο συλλαβές, κι όμως είχανε πάθος,
κι έπεσα ξάφνου σε κρίση σιγής.

Νέο «εμπρός», θελκτικό σαν το πρώτο,
βρήκα φωνή μια «συγγνώμη» να πω,
ένα ωραίο, ζεστό «δεν πειράζει»,
κράτησε ακίνητο τ’ ακουστικό.

Κι από την άλλη την άγνωστη άκρη,
ίδια αμήχανη αναμονή,
κάποιον περίμενε ίσως και κείνη,
μέσα στο πάθος της η προσμονή.

Ψάχνω τη φίλη μου, τόλμησα κι είπα,
παίρνω βδομάδες και δεν απαντά
(μια διαφωνία που πήρε διαστάσεις,
ούτε και ήταν η πρώτη φορά).

-Κάποιες συμπτώσεις, της τύχης παιχνίδια,
μες στη ζωή μας χωρίς τελειωμό,
μήνες κι εγώ περιμένω το φίλο
(που ’φυγε νύχτα γεμάτος θυμό).
                        ---
Αισθαντικότητα σ’ όλες τις λέξεις,
ψυχοπλησίασμα μες στη στιγμή,
κύμα ευπρόσδεκτο μέσα στις σκέψεις,
σαν μία αύρα αληθινή.

Πέρασε ώρα, ωραία τα λόγια,
κι ανακαλύψαμε τόπους κοινούς,
είπαμε αύριο τα ξαναλέμε,
τώρα πια είχαμε λόγους πολλούς.

Ένα ψηφίο πατήθηκε λάθος,
κι ένα «εμπρός» σαν της τύχης φωνή,
άραγε τι να υπάρχει στο βάθος,
ποια εκδοχή να τοιμάζει η ζωή;

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Επιμονή


Κι αν έρθουν τα πράγματα αλλιώς
και κείνα που είχαν καλά σχεδιαστεί,
απρόσμενα έχουν ανατραπεί,
κι ο δρόμος που είχε σωστά χαραχτεί,
κομμένος, κι αδύνατη η διάβαση αυτή,

κι αν σίγουροι άνθρωποι γίνουν μικροί,
ποτέ σου γι’ ανθρώπους να μην εκπλαγείς.
Στη νέα κατάσταση μην οργιστείς·
αυτά στη ζωή, καιρός να πειστείς.

Η πείρα σου τώρα αρωγός.
Μιαν άλλη πορεία θα βάλεις μπροστά.
Και αν τα διλήμματα βγαίνουν σκληρά,
κι οι άνθρωποι κάνουν και πάλι αυτά,
προχώρα. Αλλά,
μη χάσεις ποτέ σου την ανθρωπιά.

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Κυριακή


Είναι Κυριακή, πρώτες ηλιαχτίδες,
έφτασε το φως, άφθονες ελπίδες,
δίπλα μου εσύ μες στα όνειρά σου,
είμαι στη χαρά μες στην ομορφιά σου.

Όλο σε κοιτώ και δε σε χορταίνω,
ανυπομονώ, όμως περιμένω,
κι όταν πια ξυπνούν τα χαμόγελά σου,
Μάης ανθηρός όλη η αγκαλιά σου.

Είναι Κυριακή κι είμαστε οι δυο μας,
μόνο τα καλά μες στο σπιτικό μας,
και τα δυο εγώ μέσα στο εμείς μας,
δύο οι καρδιές μία η ψυχή μας.

Αύριο ξανά στης ζωής την πάλη,
βλέμμα καθαρό, πάνω το κεφάλι,
σίγουρη θα ρθει πάλι η Κυριακή μας,
είμαστε μαζί κι η ζωή δική μας.

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Ελλάδα


«Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει»,1
χίλια στραβά, πονηριές και κλεψιές,
μικροσυμφέροντα, ζηλοφθονίες,
δρόμοι σπασμένοι, σκουπίδια, φωτιές.

Χώρος δημόσιος, παρατημένος,
χώρος ιδιόκτητος είναι ιερός.
Αναξιότητες, δολοπλοκίες.
Πλήθος οι νόμοι, κανείς σεβαστός.

Σαν ξεμυτίσει για λίγο η ομόνοια
και η Πατρίδα για πάνω τραβά,
νά την ξανά η παλιά μας διχόνοια
και τα καλά τα πετάει στην πυρά.

Όπου κι αν πάω, η Ελλάδα μ’ ανασταίνει,
χίλια φιλότιμα, αλτρουϊσμοί,
ανδραγαθήματα, ευεργεσίες,
ανωτερότητες, ηρωισμοί.

Όρη και λίμνες, ακτές και ποτάμια,
θεία τοπία, παντού ζωγραφιές.
Όποιο σημείο τής γης να σκαλίσεις, 
βγαίνουν μπροστά σου αρχαίες μορφές.

Κι αν μας πατούνε τραχιές λεγεώνες
κι αν μας ρημάζουν βαρβάρων ορδές,
όρθιοι μένουμε μες στους αιώνες
και ζωντανοί με τη γλώσσα τού χθες.

Από τον Όμηρο μέχρι και τώρα,
μύρια τραγούδια μας και ποιητές,
κι οι αρμονίες τού Πυθαγόρα
θείες κρατούνε τις μουσικές.

«Όμορφη και παράξενη πατρίδα»,2
κάποτε θα ’ρθει ο λόγος ορθός,
κάπου υπάρχει κρυμμένη η ελπίδα,
μόνο μπροστά να τραβήξει ο λαός.

1. στίχος του Γιώργου Σεφέρη,  2. στίχος του Οδυσσέα Ελύτη