Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Το όριο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Το όριο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Το όριο

Του κοριτσιού μας τα χείλη γελούνε,
έφυγε πια η βαριά συννεφιά,
ό,τι θελήσουν οι άλλοι ας πούνε,
φτάνει για μένα που είναι καλά.

Ήτανε σαν μυγδαλιά ανθισμένη,
βλέμμα - χαμόγελο μια ζωγραφιά,
σ’ όλα σωστή, συνετή, μετρημένη,
μόνο που είχε μεγάλη καρδιά.

Πέρα απ’ τα όρια η καλοσύνη,
δίχως υπόνοια για το κακό,
πρώτη απλόχερα σ’ όλους να δίνει,
σκέψη μονάχα για το καλό.

Τύχης και χρόνου συνεργασία,
φίλοι και φίλες της απ’ τις σπουδές
φέραν κοντά της μια γνωριμία,
νέος ωραίος, συστάσεις καλές.

Όλα ευφρόσυνα, ελπιδοφόρα,
ένα καράβι με πρίμο καιρό,
γρήγορα ήρθε του γάμου η ώρα,
ζήλεψαν κάμποσοι το τυχερό.

Όμορφα πήγαν οι πρώτες βδομάδες,
λόγια ωραία, προσπάθεια κοινή,
και τα τραγούδια του σαν τις καντάδες,
ούτε φανήκαν κακοί οιωνοί.

Όμως ο χρόνος καραδοκούσε,
λες και περίμενε κάποια στιγμή,
μέσα στα όμορφα βυσσοδομούσε,
κι έφερε μπρος την αλήθεια γυμνή.

Ήταν ωραίος στην όψη ο νέος,
και το παράστημα αθλητικό,
έδειχνε ο λόγος του να ’ναι πηγαίος,
κι όμως το ύφος του απατηλό.

Κέντρο τού σύμπαντος ο εαυτός του,
αλλά στα λόγια του αλτρουϊστής,
δεν διακρινόταν ο κυνισμός του,
αριστοτέχνης υποκριτής.

Άργησε η κόρη να δει την αλήθεια,
ανυποψίαστη για τα στραβά,
και η μεγάλη καρδιά, στην αήθεια
ψάχνει να βρει ελαφρυντικά.

Μα όσα κι αν θέλει κανείς να σκεπάσει
για να φανεί και να δείξει καλός,
μέσα μας έχουμε το μαρτυριάρη:
Σ’ όλους γνωστός, τ’ όνομά του Θυμός.

Ένας θυμός κι άλλος πάλι και πάλι,
όταν του νέου χαλούσε η βολή,
βγάλαν τη μάσκα απ’ το παλληκάρι,
κι από τα λόγια του βγήκε χολή.

Και οι αγάπες και τα λουλούδια
ήταν προσχήματα προσωρινά,
συγκαλυμμένα και μες στα τραγούδια
κίνητρα άθλια και ταπεινά.

Όπως τ’ απρόσμενο χιόνι τού Μάρτη
καίει, ρημάζει τη μυγδαλιά,
έτσι το όμορφο το παλληκάρι
καταξεθώριασε τη ζωγραφιά.

Βλέμμα - χαμόγελο γίναν σκοτάδι
κι έγινε η σύνεση υπομονή,
και στο καντήλι η κόρη το βράδυ,
καταφυγή στη θερμή προσευχή.

Μήνες περνούσανε κι όλα πια ίδια,
ίδιος ο νέος – πτυχία λαμπρά!
μες στο μυαλό του η μόνη φροντίδα,
πώς θα περνάει εκείνος καλά.

Διακριτικά και με πόνο η νύξη:
«πώς πάει, κόρη μου, τώρα η ζωή;»
έδειξε να ’χει ακόμα την πίστη,
πως θα νικήσει η υπομονή.

Κι ένα πρωί λίγο πριν ξημερώσει,
χτύποι στην πόρτα μας διστακτικοί,
βρήκε τη δύναμη λύση να δώσει,
να καταλύσει τη φυλακή.

Στάθηκε όρθια η σωφροσύνη,
φώναξε τέλος, γενναίο, σωστό,
από κοντά κι η δικαιοσύνη
σήκωσε τ’ όριο και στο καλό.

Τώρα οι μέρες κι οι μήνες περνούνε,
την ξαναβρίσκει η παλιά της χαρά,
της μυγδαλιάς μας τα χείλη γελούνε,
έφυγε πια η βαριά συννεφιά.