Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2020

Η διάλεξη


Η διάλεξη σχοινοτενής, ομιλητής επίμονος
με φήμη πως διέθετε την χάριν χρυσορρήμονος.
Ξεκίνησε με Αλτουσέρ, Βολταίρο, δικαιώματα,
κάθε λεπτό αράδιαζε και από δυο ονόματα.

Εκείνο είχε πει ο Μπρεχτ, το άλλο ο Σοπενχάουερ,
ο Ντεριντά, ο Κέρουακ, ο Μίλερ και ο Μπάουερ.
Αράδιασε λειτουργισμούς, διαδράσεις και ολότητες,
υπαρξισμούς και δομισμούς και διφυείς οντότητες.

Η διάλεξη σχοινοτενής, πληθώρα συμπιλήματα,
ευδιάκριτες οι συρραφές, χαμένα τα νοήματα.
Οι ακρινοί ακροατές με τρόπο αποχώρησαν,
αυτοί που δε μπορούσανε, στο τέλος χειροκρότησαν!

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

Τι απομένει;


Ακόμα μια υπογραφή
τα πάντα να εκποιηθούνε,
τα τελευταία τιμαλφή
στα γρήγορα να πουληθούνε.

Το καθεστώς τής αγοράς,
νομότυπα κανονισμένο,
αδιάβαστοι της συμφοράς
το έχουν πολυψηφισμένο.

Ελάτε τώρα, αγοραστές,
στ’ αρχαίο μας προτεκτοράτο,
και σεις καλοί επενδυτές,
μπροστά σας έτοιμο το πιάτο.
Οι παλαιοί πολεμιστές
απελπισμένο πρεκαριάτο.

Και όποιαν άλλη υπογραφή
για τις δουλειές σας χρειαστείτε,
δημαγωγέροντες ψιλοί
σας περιμένουν. Μην αργείτε…
_______...._______...._______

Βάλανε μπρος και τα βουνά,
πωλούνται ιερά τοπία.
Αμόρφωτα αρπακτικά
ορθώνουν ανεμοθηρία.


Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

Δυσανάλογα


Συνθήματα των μεγαφώνων
και σημαίες,
πλατεία δυσανάλογη,
αραιωμένες οι παρέες.

Κάποτε αδιαχώρητο,
συνθήματα του πλήθους,
κι ο αρχηγός ηρωικός
και με αλήθειες και με μύθους.

Συνθήματα των μεγαφώνων
και σημαίες.
Κινά ο άλλος αρχηγός,
σκαλίζει τις παλιές ιδέες.

Φιλότιμα χειρονομεί,
να συγκινήσει προσπαθεί.
Και μία κλάκα οπαδών
με τις σημαίες
απεγνωσμένα και αυτοί·
μα λέξεις πώς να βγουν γενναίες;

Συνθήματα των μεγαφώνων,
και σημαίες.
Φαντάζουν όλα περιττά,
ακόμα κι οι παρέες.

Ίσως αόρατοι εχθροί  
βυσσοδομούν μεθοδικά,
ώσπου να γίνουν περιττές
και οι ιδέες.


Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020

Εγκεφαλοβάνδαλοι


«Καλλιτέχνες» και άλλοι δονούν τους αιθέρες,
με προπέτεια βγαίνουν και νύχτες και μέρες,
στην εξαίσια γλώσσα μας ρίχνουν κοτρώνες
και με ρύπους …κοσμούν ερτζιανά και οθόνες.

Σε φτωχά και σε πλούσια σπίτια εισβάλλουν,
αδιακρίτως μικρούς και μεγάλους προσβάλλουν.
Και αντί να τους βάλουν στο στόμα πιπέρι,
από δω κι από κει τούς προτείνουν το χέρι.

«Διανοούμενος», χρόνια, τα Λύκεια βρίζει,
σε πολλούς μιμητές δρόμο έχει ανοίξει
και ασμάτια πλείστα με ύβρεις στολίζουν,
των χειρίστων στρατώνων τα ήθη κομίζουν,
με σουσούμια πανάσχημα μας μυκτηρίζουν
και την Τέχνη αδίστακτα την ευτελίζουν.

Των συμβάσεων λεν τα δεσμά έχουν σπάσει
και τα όμορφα ήθη τα έχουν ρημάξει,
ως «ελεύθεροι» πια, πότε θέλουν κοάζουν,
πότε θέλουν γρυλίζουν, πότε θέλουν κραυγάζουν.

Δικαιούνται βεβαίως να γράφουν βιβλία,
να γεμίζουν σελίδες με λόγια αχρεία,
με γηπέδων πανάθλιες βωμολοχίες,
χυδαιότητες, λάσπη, βαριές λοιδορίες.

Μα να φέρνουν μπροστά μας την κάθε ασχήμια
και να θέλουν αυτό να το λένε αλήθεια
φασισμός απροκάλυπτος άνευ ορίων,
εισβολή τεχνοκτόνων βανδάλων γελοίων.


Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2020

Η άσχημη


                                         Μια αληθινή ιστορία, 1950
Το νέο έτρεξε αμέσως, έφτασε σ’ όλο το χωριό,
θα παντρευτεί και η Στεριάνω· μεγάλο είπαν τυχερό.
Και παίρνει ένα παλληκάρι, το δουλευτάρη Νικολή!
Ζηλέψανε πολλά κορίτσια που θα τον ήθελαν πολύ.

Ήτανε άσχημη η Στεριάνω, βάσανο είχαν φανερό,
δεν περιμέναν οι γονείς της να βρούνε κάποτε γαμπρό.
Κι εκεί που δεν υπήρχε ελπίδα, μόνος του ήρθε ο Νικολής,
και ούτε ήθελε και προίκα· ήταν περήφανος κι ευθύς.

Βάλανε τη ζωή μπροστά τους, γίναν ζευγάρι ταιριαστό
με σύμπνοια κι εμπιστοσύνη, στης εργασίας το σκοπό
πρωί-πρωί στα κτήματά τους με όρεξη για τη δουλειά,
μαζί σε όλες τις ανάγκες, στο σπιτικό τους η χαρά.

Ένα ζευγάρι ζηλεμένο, ήσυχο μέσα στον καιρό,
όλα τα χρόνια μονιασμένο, το ξέραν όλοι στο χωριό.
Μα δε σταμάτησαν ποτέ τους να σχολιάζουνε πολλοί
για την ασχήμια τής Στεριάνως, του Νικολή την εκλογή.

Και μία μέρα ο Μακούλης με τα γελοία χωρατά,
απρόκλητα στο καφενείο πέταξε τη χοντροκοπιά:
«Αυτήν την άσχημη γυναίκα, πώς την αντέχεις, Νικολή,
εσένα που σε θέλαν τόσες; είναι παράξενο πολύ!».

Ο Νικολής χαμογελώντας, χωρίς ενόχληση καμιά,
σίγουρος μέσα του για όλα, του αποκρίθηκε απλά:
«Αν είχες τα δικά μου μάτια, θα ήξερες το μυστικό·
σαν τη Στεριάνω δεν είν’ άλλη μέσα σε όλο το χωριό».


Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

Ανήσυχες λέξεις


Οι ανήσυχες λέξεις γυρνούνε τη νύχτα
και σαν βρουν χαραμάδα στον ύπνο, ορμούν,
πειστικά επιμένουν, προγκίζουν τη νύστα,
με ιδέες ζωσμένες, το λόγο ζητούν.

Αφημένες μας σκέψεις σκαλίζουν οι λέξεις
και παλιές ιστορίες αρχίζουν να λεν.
Προσκαλούν σε αγώνα – μαζί τους ν’ αντέξεις
σε διλήμματα νέα – τα ναι και τα δεν.

Επισκέπτες ωραίοι, ω λέξεις, ελάτε!
ξεχασμένης αλήθειας αγνοί εραστές.
Της ημέρας την τύρβη σπανίως νικάτε,
με τη μνήμη, τις νύχτες μας, συμμαχητές.


Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2020

Φτωχά αρπακτικά


Πώς μ’ αντικρίζετε τούτη την ώρα
και με λυπάστε, φιλεύσπλαχνοι γείτονες;
πώς θα με βλέπετε δίπλα σας τώρα,
σεις, οι χειρότεροι μελανοχίτωνες;

Μόνο το ρούχο απάνω στη ράχη μου.
Ένα βελόνι να ράψω τα ράκη μου;
μια κουρελού στα σπασμένα παράθυρα;
ένα στρωσίδι ν’ απλώσω μες στ’ άχυρα;

Ίδια η μοίρα μας, ίδια η φτώχεια μας·
άραγε πόσο φτωχή η ψυχή σας;
Μέχρι προχτές τι ωραία τα λόγια μας!
Κι αν σας ρωτήσει το πώς, το παιδί σας;

1943. Οι Ιταλοί ετοιμάζονται για αντίποινα στο χωριό, μετά από μια ενέργεια ανταρτών. Οι κάτοικοι σπεύδουν να κρυφτούν στο δάσος.
Κάποιοι παραμένουν, ίσως ξέρουν κάτι…
Τα σχέδια των Ιταλών αλλάζουν, τα αντίποινα εφαρμόζονται σε γειτονικά χωριά. Οι κάτοικοι επιστρέφουν. Αρκετοί βρίσκουν τα σπίτια τους πλιατσικολογημένα.
Το σπίτι τού πατέρα μου ρημαγμένο. Έλειπαν ακόμα και οι κουρελούδες.
Δύο γείτονες – δράστες  προσήλθαν να …συμπαρασταθούν!


Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020

Δεσμού ξεκίνημα


Μια ταραχή, σαν τη βλέπω κοντά μου,
λέξεις μού βγαίνουν για κείνη θερμές,
άβολα νιώθω σαν φεύγει μακριά μου
κι όλο γυρνώ στις κουβέντες τού χτες.

Όταν οι ώρες μου γίνονται άδειες,
μέσα στη σκέψη, εκείνη ζητώ,
δίπλα μου βρίσκονται όμορφες άλλες,
τίποτα μέσα μου, σαν τις κοιτώ.

Αν κάποια λύπη σκληρά με πλευρίσει,
παραμυθία εκείνης ποθώ,
κι αν ευτυχία γλυκά με κεντρίσει,
μόνο σε κείνη κρυφά να την πω.

Άραγε είναι στ’ αλήθεια πηγαίος
έρωτας γνήσιος, πραγματικός;
θα παραμείνει για πάντα ακμαίος
και στη ζωή μας σωστός οδηγός;

Μάντης κανείς δεν υπάρχει να κρίνει,
πού θα τραβήξει ο κάθε δεσμός,
ένας και μόνο απάντηση δίνει:
Είναι ο άτεγκτος χρόνος. Να είναι θεός;