Στις 22
Νοεμβρίου 1963 δολοφονήθηκε ο Τζων Κένεντυ, πρόεδρος των ΗΠΑ, δημοφιλής και
στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση εις ένδειξιν πένθους έκλεισε και τα σχολεία. Τηλεόραση
δεν υπήρχε. Το τηλεγράφημα έφτασε στο σχολείο μας με καθυστέρηση.
Παρά
τη γκρίνια τής γιαγιάς – άσκοπα έξοδα –
ανελλιπώς
εφημερίδα κάθε μέρα,
την
έγκυρη «Μακεδονία» απαραίτητα,
ευγνωμοσύνη,
και γι’ αυτό, χρωστάω τού πατέρα.
Φωτογραφίες
και ειδήσεις για τον Κένεντυ,
και
πως τον αγαπούσανε κι οι νέγροι.
Εγώ,
απ’ την «καλύβα τού μπάρμπα-Θωμά», τα πάθη τους.
Κι
έφτασε ’κείνη η μέρα τού Νοέμβρη.
Τρεις
ώρες έμεναν ακόμα για το σκόλασμα
κι
ήρθε ο δάσκαλος με φούρια μες στην τάξη,
μας
είπε πως σκοτώσανε τον Κένεντυ
και
πως η χώρα μας στο πένθος θα μετάσχει,
κλειστό
θα μείνει το σχολειό.
Δεν
πρόλαβε να πει κουβέντα δεύτερη,
αλάλαξε
απ’ τη χαρά η τάξη,
έτσι
απρόσμενα να χάσουμε το μάθημα,
ήταν
η τύχη μας μεγάλη.
Κι
εγώ τη στεναχώρια μου την έπνιξα,
μη
και εισπράξω μαζική την κοροϊδία,
πολύ
σκληρά μπορούν να γίνουν τα παιδιά,
δεν
τη σηκώνουν την παραφωνία.
Ξεχύθηκαν
οι τάξεις με φωνές στο διάδρομο,
χαμογελούσε τής δευτέρας η δασκάλα,
παιχνίδια
στήθηκαν αμέσως στο προαύλιο
κι
εμείς, έκτη με πέμπτη, πιάσαμε τη μπάλα.
Κι
εσύ βρε δάσκαλε,
(Γραμματική
και Αριθμητική πολύ καλός),
αντί
να μας το πεις με κάποιον τρόπο
να
καταλάβουν όλοι, να συγκινηθούνε,
πώς
δεν το πρόσεξες;
Κι έτσι μας άφησες, παιδιά, να εκτεθούμε!
Μεγαλώνοντας, καταλάβαινα πόσο αδύναμος είναι ο
πρόεδρος των ΗΠΑ μπροστά στα πανίσχυρα συμφέροντα.
Παρακολουθώντας όμως τους διαδόχους τού Κένεντυ, μέχρι
σήμερα, και παρότι έχω διαβάσει για τις αδυναμίες τού Κένεντυ, κρατώ μέσα μου τη μεγάλη λύπη και
συγκίνηση που ένιωσα, παιδί, για την άγρια δολοφονία του.