Ήρθε
η Λάχεσις τη νύχτα και με βρήκε
κρατώντας
των Μοιρών απόφαση ρητή:
Την
ως τα σήμερα ζωή μου τη διαγράφουν,
και
από αύριο μου δίνουν νέα αρχή.
Και
μόνο δυο επιλογές μπροστά μου είχα,
χωρίς
εφόσον, αντιρρήσεις και γιατί.
Η
νέα μοίρα μου, γραμμένη τι θα γίνω,
τι
θα πετύχω στην καινούρια μου ζωή.
Ή
επιστήμονας σοφός σε ξένη χώρα,
σ’
όλον τον κόσμο δοξασμένος, ξακουστός,
ή
υλοτόμος ταπεινός εδώ στα ίδια,
όμως
και γνώστης τής ελληνικής καλός.
Χωρίς
ταλάντευση καμιά κι αμφιβολία,
είπα
θα μείνω, και ας είμαι ταπεινός,
τι
να τα κάνω τα παγκόσμια μεγαλεία,
σε
άλλη γλώσσα και πατρίδα ξακουστός;
Όχι
γιατί του Λεωνίδα η χώρα είναι –
γενναίους
όλοι αποκτούν και τους τιμούν,
(και
κάποιοι που δεν έχουν, από άλλους κλέβουν,
φανταχτερά
κι αδιάντροπα τους εξυμνούν).
Εδώ,
για πάντα με αυτή τη θεία γλώσσα
των
Ολυμπίων, των Μουσών και των σοφών,
διαλεκτικής,
φιλοσοφίας, ρητορείας,
δεξαμενή
παλιών και νέων ορισμών.
Εδώ,
για πάντα με αυτή τη θεία γλώσσα
του
Αρχιμήδη, του Ευκλείδη, του Θαλή,
για
κάθε πράξη και για κάθε θεωρία,
της
επιστήμης όλης βάση και αρχή.
Εδώ,
για πάντα με αυτή τη θεία γλώσσα
από
τον Όμηρο γεμάτη με πυρσούς,
για
κάθε τι που φανερώνουν οι αισθήσεις,
για
προσιτούς μα και βαθείς συλλογισμούς,
μυριάδες
λέξεις και χιλιάδες αποχρώσεις,
υπέροχους
στο νόημα συνδυασμούς.