Γυναίκα
πρώτη
Απ’
την πρώτη στιγμή που βρεθήκαμε μόνοι,
η
κουβέντα μάς πήρε να βγούμε μακριά,
σε
βουνό μαγικό με οξιές τού Οκτώβρη,
και
ο ήλιος ζωγράφος μας μες στα κλαδιά.
Των
χρωμάτων πλαγιές, θεαινών τα λημέρια,
της
Ευτέρπης οι μνήμες, πηγών μουσικές,
συνοδοί
μας Δρυάδες, πλεγμένα τα χέρια,
στου
ωραίου το είναι, βλεμμάτων σπονδές.
Η
εικόνα τού κόσμου, δική σου - δική μου,
και
οι στίχοι αυθόρμητοι σαν μια βροχή,
με
τροχαίους αγγίζεις γλυκά την ψυχή μου,
με
ιάμβους υμνώ τη λεπτή σου μορφή.
Σιγοφεύγουν
οι ώρες, το ήθος ακμαίο,
και
οι μέριμνες μένουν μακριά στον καιρό,
ομιλίες
θερμές και το γέλιο πηγαίο,
απ’
το χέρι πιασμένοι σε δρόμο ανοιχτό.
Γυναίκα
δεύτερη
Το
απόβραδο άρχισε δίχτυ ν’ απλώνει,
η
παρέα τελείωσε, φίλοι καλοί,
στο
φιλόξενο σπίτι βρεθήκαμε μόνοι
δίχως
πρόγραμμα, ίσως κρυμμένη ευχή.
Οι
αμήχανες λέξεις σκεπάζαν ακόμα
έναν
ώριμο πόθο, μηνών προσμονή,
το
χαμόγελο πια ανθισμένο στο στόμα,
και
αδύναμοι γίναν οι δισταγμοί.
Των
βλεμμάτων οι νύξεις στα χέρια μιλήσαν,
τ’
ακροδάχτυλα βάλαν φωτιά στην αφή,
δίχως
φόβο τα λόγια αβίαστα βγήκαν,
σαν
γλυκιά μουσική στην ωραία στιγμή.
Το
ημίφως ζεστό, οι κουρτίνες λυμένες
και
η φλόγα στα χείλη μετρά την ορμή,
οι
κουβέντες απλές, ηδονή φορτωμένες.
Ανθηρό
μού προσφέρεις το θείο κορμί.