Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Φόροι (Τα παλιά τα χρόνια)

Μόνο ένα χωραφάκι, με το ζόρι ένα στρέμμα,
είχε όλο κι όλο ο Κίτσος δίπλα στου χωριού το ρέμα.
Σε μια πρόχειρη καλύβα έστησε το σπιτικό του,
μόνος ήτανε στον κόσμο, έπλεκε το όνειρό του.

Μεροκάματο σε κήπους, σε αυλές και σε αμπέλια,
πάντα πρόθυμος σε όλους με φιλότιμα τα χέρια,
λίγο-λίγο κάθε χρόνο και με χίλιες δυο στερήσεις,
και χωρίς να περιμένει από κάπου ενισχύσεις,
τα κατάφερε να χτίσει στο μικρό του χωραφάκι
δυο δωμάτια το όλον, ένα χαμηλό σπιτάκι.

Δίπλα στο μικρό σπιτάκι κι ένα ξύλινο αχούρι,
για τον άξιο βοηθό του, το καλό του το γαϊδούρι.
Εκεί μέσα στη γωνία κρέμασε και το τομάρι,
που του άφησε ο παππούς του, και το είχε για καμάρι,
από μια χοντρή αρκούδα που τον είχε αγανακτήσει,
δεκατέσσερα μελίσσια τού τα είχε αφανίσει.

Κάποια μέρα στην πλατεία, θόρυβος, ανησυχία,
ομιλίες οργισμένες, κάποιοι κάναν φασαρία,
κάτι λέγανε για φόρους σε χωράφια και σε σπίτια,
σε παλιά και σε καινούρια, σε αχούρια και καλύβια.

Ανησύχησε ο Κίτσος, λίγα χρήματα του μείναν,
για να χτίσει το σπιτάκι, διάφοροι πολλά τού πήραν,
οι δουλειές του ήταν λίγες, το χωριό περνούσε κρίση,
από πού να περισσέψει, ποια προβλήματα να λύσει.

Και μια μέρα δύο ξένοι, μπρος στου Κίτσου το σπιτάκι,
το κοιτάξαν γύρω-γύρω, είδαν και το χωραφάκι,
λίγο σοβαροί στο ύφος, λίγο τόνο στη φωνή τους,
του εξήγησαν τι θέλουν, τι του γράφουν στο χαρτί τους.

-Πρέπει να πληρώσεις φόρο για το σπίτι που ’χεις χτίσει,
φόρο για το χωραφάκι και για κάθε σου μελίσσι,
λίγο φόρο θα πληρώσεις για το ξύλινο αχούρι,
μα σου κάνουμε τη χάρη, όχι φόρο στο γαϊδούρι.

Προσπαθεί να καταλάβει τ’ είναι τούτα τα καινούρια,
τι σκοπεύουν τα θηρία κι ήρθανε με τόση φούρια.
Μες στην αγανάκτησή του και στο θόλωμα του νου του
έτρεξε στο παρελθόν του, στον γενναίο τον παππού του.

Πέρασε ο Κίτσος μέσα και γοργά στην πίσω πόρτα,
μπήκε στο στενό αχούρι, παραμέρισε τα χόρτα.
Και καθώς οι φορατζήδες στην αυλή τον περιμένουν,
μια μιλούνε, μια γελούνε, άλλα λύνουν, άλλα δένουν,
βλέπουν ξάφνου απ’ το σπίτι μιαν αρκούδα να προβάλλει,
το χαμόγελό τους σβήνει και τους πιάνει παραζάλη,
τα χαρτιά τους παρατάνε, και τα πόδια στο κεφάλι.

Όλοι τρέξανε στου Κίτσου, μόλις έμαθαν τα νέα,
μέσα στην κατήφειά τους γέλασαν με την ιδέα,
και αρχίσανε να ψάχνουν για να βρουν ένα τομάρι,
άλλος βρήκε από λύκο, άλλος βρήκε από τσακάλι,
κι ένας, άγνωστο που πήγε, έφερε από λιοντάρι!

Πέρασε το καλοκαίρι μα δεν πέρασαν οι φήμες,
και στα μέσα τού Σεπτέμβρη, τρεις καινούριοι φορατζήδες,
βλοσυροί, γεροδεμένοι, που φαινότανε νταήδες,
φτάσαν στου χωριού την άκρη με χαρτιά και με σφραγίδες.

Δύο σπίτια δίπλα-δίπλα είχαν κολλητά τις πόρτες-
ζούσαν δυο φτωχά αδέρφια με ανύπαντρες τις κόρες-
από κει οι φορατζήδες είπανε να ξεκινήσουν.
Μπήκαν στην κοινή αυλή τους αλλά πριν να προχωρήσουν,
απ’ τη μια την πόρτα βγήκε μαύρου λύκου το κεφάλι
κι απ’ την άλλη ξεφυσώντας ένα άγριο τσακάλι.

Κιτρινίσαν οι νταήδες και το βάλαν στην τρεχάλα,
ούτε γύρισαν να δούνε, τόση ήταν η τρομάρα,
ακουστήκαν οι φωνές τους, θορυβήσανε τους σκύλους
κι όταν έφτασαν στην πόλη, είπαν για σαράντα λύκους.

Φορατζήδες δεν ξανάρθαν στο χωριό με τα τομάρια,
πήραν μάθημα μεγάλο, πάθανε τρανή λαχτάρα,
κι οι χωριάτες που ως τότε ήταν ήσυχοι σαν κότες
και τους είχαν σήκω-κάτσε μπέηδες και τυχοδιώκτες,
είδανε πως το μπορούσαν να σηκώσουν το κεφάλι,
αφού μόνο μ’ ένα ψέμα, μ’ ένα άψυχο τομάρι,
τα κατάφεραν να βγάλουν το βαρύ τους το σαμάρι.

Πόσο μάλλον, αν σηκώναν της αλήθειας την ουσία,
και πατούσανε το φόβο και την εθελοδουλία.


10 σχόλια:

  1. Αχ να σηκώναμε κι εμείς έτσι το κεφάλι!
    Μα πού; Πρόβατα...Γίνεται να φοβηθεί κανείς τα πρόβατα;
    Καλημέρα Άρη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Όλα τα ζωντανά έχουν τη δυνατότητα να σηκώσουν το κεφάλι.
      Ίσως πρέπει να …παλιώσουν τα χρόνια.
      Να είσαι καλά, Αριστέα.

      Διαγραφή
  2. Kαλα μιλαμε ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ! Διδακτικο, διασκεδαστικο, αλληγορικο, με απιστευτα υποννοουμενα και νοηματα! Μου αρεσε παρα παρα πολυ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Το έγραφα επί ημέρες, διασκεδάζοντας την …αγανάκτησή μου. Όχι μόνο για τους φόρους αλλά και για τα υπονοούμενα…
      Να είσαι καλά, Butterfly.

      Διαγραφή
  3. Με δυο λόγια και πάντα κατά την ταπεινή μου άποψη.
    Απ' τα κορυφαία σου Άρη!!!!
    Συγχαρητήρια θερμά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γράφοντάς το, όλο και με εξωθούσε η αγανάκτηση να περιλάβω πολλά. Αλλά θα γινόταν κουραστικά μεγάλο…
      Να είσαι καλά, Μαρία.

      Διαγραφή
  4. Για να το ευχαριστηθείς πρέπει να το διαβάσεις πολλές φορές! Δε γίνεται καθόλου
    κουραστικό, το αντίθετο μάλιστα, το ευχαριστιέσαι περισσότερο!!!
    Πολύ ωραίο ποίημα, ωραίες ζωντανές εικόνες,μα πικρό χαμόγελο στο πρόσωπο του αναγνώστη!
    Καλό βράδυ!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χάρηκα πολύ το σχόλιό σου, αγαπητή μου Ινώ. Μου ακυρώνεις τις επιφυλάξεις που είχα για τον όγκο τής ανάρτησης. Να είσαι καλά.

      Διαγραφή
  5. Προβάλλουμε και από την πλευρά μας την ωραία ανάρτσή σου στη στήλη «ΕΜΦΑΣΗ» του blog «Ευρυτάνας ιχνηλάτης». Η συγκεκριμένη στήλη (σ.σ. είναι αυτή με το σκίτσο που αναπαριστά ένα πιτσιρίκο που μοιράζει εφημερίδες!) βρίσκεται στην κάθετη πλαϊνή μπάρα του ιστολογίου μας και η προβολή γίνεται με απευθείας παραπομπή στο δικό σου ιστότοπο. Καλή συνέχεια…

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σ’ ευχαριστώ πολύ, αγαπητέ μου Ευρυτάνα. Με τιμά η φιλοξενία σου.

      Διαγραφή