Κυριακή 19 Αυγούστου 2018

Αυτοέπαινος


Μοναχός του στο τραπέζι και με ύφος σοβαρό,
κάθε μέρα, ίδια ώρα, πίνει το βαρύ γλυκό.
Χρόνια πια συνταξιούχος ο Κωστής ο μανικάς –
παρατσούκλι που του ’βγάλαν, όταν έγινε γραφιάς –
στο μεγάλο καφενείο σε μια θέση κεντρική.
Από μακριά οι άλλοι, καλημέρα τυπική.

Σαν περάσει κάποιος ξένος και ανέβει το σκαλί,
του συστήνεται αμέσως, στο τραπέζι τον καλεί,
«καλώς ήρθες στο χωριό μας», δύο φράσεις βιαστικές,
και αρχίζει διηγήσεις – πράξεις του ηρωικές:

«Γραμματέας δημαρχείου, μάχες έδωσα πολλές,
με δημάρχους, με νομάρχες και διαφόρους βουλευτές,
εισηγήθηκα προτάσεις και για τούτο το χωριό,
στα τριανταπέντε χρόνια έχω έργο ακριβό».

Μεγαλόφωνα κομπάζει, ζωηρά χειρονομεί,
δίχως συστολή εμμένει να περιαυτολογεί.
Τον ακούν οι χωριανοί του, μερικοί αγανακτούν,
οι πολλοί τον αποφεύγουν, άλλοι τον περιφρονούν. 

Για τριανταπέντε χρόνια ο Κωστής ο μανικάς,
με ρουσφέτι βολεμένος,  στη θεσούλα του γραφιάς,
άβουλος οσφυοκάμπτης στον καθένα ισχυρό,
μία έγνοια είχε μόνο· τον καλό του το μισθό!


 «Πότε να γεράσω, να παινεύομαι»
                                               παροιμία