Χλωμή και αδυνατισμένη
βρήκα τη θεία μου Φανή,
τα βήματά της μουδιασμένα
στη ρημαγμένη της αυλή,
μ’ ένα παράπονο στο βλέμμα
– πολύχρονη η μοναξιά –
συγκρατημένη δυσφορία για
τα βαριά ογδονταεννιά.
Με καλοσύνη οι κουβέντες,
οι συμβουλές της στοργικές,
διακριτική στις ερωτήσεις, με παραινέσεις θετικές,
νοσταλγική για συγγενείς
μας που χρόνια είχανε χαθεί.
Εκ θεμελίων αλλαγμένη
βρήκα τη θεία μου Φανή.
Είχε αντίθετην εικόνα,
πριν πέσει μες στα γηρατειά.
Την αποφεύγαν οι γνωστοί
της, η παρουσία της βαριά,
αρνητικά τα σχόλιά της,
επίμονα εριστική,
αντιπαθής σ’ όλο το σόι
για τη σκληρή της κριτική.
Άκακος άνθρωπος φαντάζει
αυτή η ήσυχη γιαγιά,
καλοσυνάτη για τον ξένο
που δε γνωρίζει τα παλιά.
Τι βάρος άραγε σηκώνει η
αλλαγμένη της ψυχή,
καθώς οδεύοντας στο τέρμα,
κοιτάζει πίσω τη ζωή;