Ξυλέμπορος
γνωστός ο κύριος Βάσος,
δικές
του τρεις νταλίκες μακριές,
νομίμως
οι κινήσεις του στο δάσος,
με
υλοτόμους συμφωνίες παστρικές.
Ασπούδαχτος
για δέντρα και για δάση,
μα
ξέρει λεπτομέρειες πολλές,
σε
κορυφές και σε φαράγγια έχει φτάσει,
σε
ξάγναντα και σε αετοφωλιές.
Για
όλα ξέρει πού ευδοκιμούνε,
τι
θέλουνε τα πεύκα, οι οξιές,
ποιες
ρεματιές τα έλατα αγαπούνε,
και
πού οι δρύες, τα σφεντάμια, οι φτελιές.
Ξυλέμπορος
σωστός ο κύριος Βάσος
και
άνθρωπος καλός και προσηνής.
Τον
βρήκα μοναχό του μες στο δάσος,
με
προθυμία εξηγήσεις εκτενείς.
Το
πώς οι γερανοί και τα πριόνια,
το
φόρτωμα και η μεταφορά,
πώς
βγαίνουνε κολώνες και καδρόνια
και
τι τραβάει τελικά η αγορά.
Με
διάθεση μου είπε τόσα λόγια,
χαιρόταν
τη δική μου προσοχή,
μου
είπε και για τ’ άθλια λαμόγια
αδίστακτα
για την καταστροφή.
Μετά
τις τελευταίες απαντήσεις
το
θέμα είχε πια εξαντληθεί,
σταμάτησα
παρόμοιες ερωτήσεις,
το
γύρισα αλλού κάποια στιγμή:
Αν
άκουσε τα πεύκα να βογκούνε,
τις
λεύκες με κοτσύφια να μιλούν,
τα
έλατα να σιγοτραγουδούνε,
με
τις οξιές το ίσο να κρατούν.
Απότομα
στο ύφος αλλαγμένος,
και
οίκτος μες στο βλέμμα του πολύς,
θα
νόμισε πως ήμουν πειραγμένος·
απρόσεκτος
κι εγώ ο αφελής…