Μέσα στο βράχο ρίζωσα σε μια βαθιά σχισμάδα
κι ο βράχος με αγκάλιασε σαν ήρεμος γονιός.
Δειλά τα πρώτα φύλλα μου, τα πρώτα μου κλαράκια,
ο βράχος μου ακλόνητος σε όλα αρωγός.
Στο κρύο νιώθω πάνω μου γλυκιά τη θαλπωρή του,
στην κάψα, δροσερό κρατά στις ρίζες μου νερό,
οι μανιασμένοι άνεμοι κοντά του μοιάζουν χάδια,
ό,τι κι αν έρθει, άφοβα μαζί του το περνώ.
Κάποιες αφέγγαρες βραδιές που όλα ησυχάζουν
κι απόλυτη απλώνεται στη φύση η σιωπή,
ο βράχος έναν ψίθυρο αργόσυρτο αρχινάει,
μου διηγιέται ήσυχα πώς ήρθε στη ζωή.
Μου λέει πώς γεννήθηκε στης θάλασσας τα βάθη –
μυριάδες οι αιώνες του στα σκοτεινά νερά –
πώς ανυψώνονταν αργά, διψώντας για να μάθει
τι είναι έξω απ’ τα βαθιά, πώς είναι η στεριά.
Κι ως είδε το στερέωμα, το φως και τους αιθέρες
και νέα άποψη ζωής απάνω στη στεριά,
βάλθηκε κι άλλο ν’ ανεβεί στοχεύοντας αστέρες
και να θωρεί ασίγαστα της Γης την ομορφιά.
Τώρα μαζί κοιτάζουμε, ζούμε την κάθε μέρα
και όλα μες στο σήμερα τα βλέπουμε καλά,
του αύριο τ’ αβέβαιο τ’ αφήνουμε
πιο πέρα
και ο χειρότερος καιρός ποτέ δε μας χαλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου