Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2019

Αφήνοντας πίσω το μηδέν


Αλαφιασμένη η Μαριώ στο σπίτι τού Απόνη,
κοντεύει το ξημέρωμα, την πόρτα του χτυπά·
βαριά τη νύχτα αρρώστησε η κόρη της η Φόνη,
στο γείτονά της έσπευσε, βοήθεια τού ζητά.

Δυο χρόνια χήρα η Μαριώ, εξάχρονη η Φόνη,
φτωχές και μόνες στο χωριό ούτ’ έναν συγγενή,
και τώρα στην απόγνωση έτρεξε στον Απόνη,
αν και τον ξέρει άφιλο και πάντοτε βαρύ.

Δε νοιάζονταν ο γείτονας για ξένες ιστορίες,
μονάχα για το σπίτι του σωστός και τακτικός,
αμέτοχος κι αδιάφορος για τις φιλανθρωπίες,
με τους ανθρώπους τυπικός, κλειστός και μακρινός.

Μπροστά του τώρα η Μαριώ κι αυτός βαριεστημένος
με κάποιο ψέμα σκέφτηκε να την ξεφορτωθεί,
μα πάλι δε θα ήθελε να βγει εκτεθειμένος.
Και σπεύδει να παρασταθεί μονάχα από ντροπή.

Γιατροί σε ετοιμότητα αμέσως για τη Φόνη,
επέμβαση επείγουσα, το πρόβλημα οξύ.
Πνιχτό το κλάμα τής Μαριώς, ευχές για τον Απόνη
κι η προσευχή της σιωπηρή, η κόρη να σωθεί.

Τα βήματά της νευρικά, τραχιά η εμπειρία,
και ο Απόνης άκεφος στην άκρη καρτερεί·
μια ώρα η αναμονή να λήξει η ιστορία.
Και τώρα βγαίνουν γελαστοί οι δυο καλοί γιατροί.

Η Φόνη στην ανάνηψη, ο πόνος τελειωμένος,
συνέρχεται, τυλίγεται στης μάνας τη χαρά,
και ο Απόνης άφωνος στέκει απορημένος,
εικόνα που τον άγγιξε· για πρώτη του φορά!

Αυτό το βλέμμα στο χλωμό αθώο προσωπάκι
μέσα στο είναι του ορμά, του καίει τα σωθικά,
το ξέπνοο χαμόγελο στης Φόνης το χειλάκι
γίνεται λάμψη μέσα του· τι τάχα τού ξυπνά;

Με βιάση καμπανίζουνε οι χτύποι τής καρδιάς του,
ο άγνωστός του εαυτός πρώτη φορά μιλά.
Σαν το πουλί που τ’ άφησαν ν’ ανοίξει τα φτερά του
νομίζει πως υψώνεται στα σύννεφα ψηλά.

Πολλές χαρές είχε γευτεί στην ήσυχη ζωή του
για πράγματα, για χρήματα και για καλές δουλειές,
μα τώρα αυτό το νέο φως στα βάθη τής ψυχής του
του δείχνει κείνες τις χαρές ασήμαντες μικρές.

Πόση να είχε δύναμη ένα αθώο βλέμμα
να φέρει επανάσταση σε άνθρωπο ψυχρό;
Από το άψυχο μηδέν να βγει καινούριο πνεύμα,
λες κι ήρθε η ανάσταση σε ζωντανό νεκρό!

Μετά από χρόνια τα παιδιά ακούν την ιστορία
για κάποιον που τον έλεγαν Απόνης ο ψυχρός,
πώς άλλαξε απότομα σε κάποια συγκυρία
και τ’ όνομα το γύρισαν Συμπόνης ο θερμός…