Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Μνήμη


Δίπλα στη σόμπα τη σβηστή το ξύλινο κρεβάτι,
στο πάτωμα μοναδικά στρωσίδια υφαντά,
προσκέφαλο πολύχρωμο, της προίκας μαξιλάρι,
πολύτιμα κεντήματα αριστοτεχνικά.

Όπου κι αν γύρισε η ματιά, τα έργα των χεριών της,
από τα δέκα χρόνια της μέχρι τα γηρατειά,
οι λέξεις αντηχήσανε των διηγήσεών της,
παντού η παρουσία της. Μία πληγή βαθιά.

Άδειο το σπίτι, άψυχο, μ’ όλη την ομορφιά του,
η αντοχή μου λιγοστή να μείνω πιο πολύ,
της κλειδωνιάς το τρίξιμο, μαχαίρι στα πλευρά μου,
αργόσυρτο το βήμα μου, βαρύθυμη φυγή.

Και στην αυλή, σαν ψίθυρος, τα λόγια τού παππού μου,
εκείνος στα ογδονταεφτά, εγώ παιδί μικρό,
σαν άρχιζε και σκάλιζε τα έγκατα του νου του,
το δάκρυ για τη μάνα του ανάβλυζε πικρό.