Έφυγα να πάω στα ξένα, να
δουλέψω για τους δυο,
να γυρίσω στην καλή μου να
της φέρω θησαυρό.
Όμως έτυχα στο δρόμο μια
πανέμορφη κυρά,
σαν την Καλυψώ ωραία, που
μου πήρε τα μυαλά.
Είχε πλούτη και ανέσεις και
κορμί λαχταριστό,
είπα να καθίσω λίγο, να γλυκάνω
τον καιρό.
Λίγο-λίγο κάθε μέρα, το
συνήθισα πολύ,
άρχισε να ξεθωριάζει της
καλής μου η μορφή.
Έναν χρόνο στο παλάτι,
πρόκληση η Καλυψώ,
λόγια τρυφερά μού λέει, με
μαγεύει σαν τη δω.
Η καλή μου ξεχασμένη, άραγε
με καρτερεί;
ή απόφαση το πήρε κι άλλον
άντρα έχει βρει;
Πέρασα τον ένα χρόνο κι
άρχισε η Καλυψώ
να ’χει κι άλλες απαιτήσεις,
μα εγώ δεν το μπορώ.
Οργισμένη, κάποια μέρα, μου το είπε ανοιχτά:
«Έχεις φάει τα ψωμιά σου, να
μ’ αδειάσεις τη γωνιά».
Με τα λίγα πράγματά μου, κίνησα για το χωριό,
σκέφτηκα τα κρίματά μου, πώς
να δικαιολογηθώ.
Βράδυ έφτασα στο σπίτι,
στάθηκα διστακτικός,
είδα φως στο παραθύρι· ένας άγνωστος ψηλός.
Βρήκα στην αυλή κρυψώνα μέσα
στα πυκνά κλαδιά,
συλλογιόμουν τι να πράξω,
ήταν κρίσιμη βραδιά.
Κάποιαν ώρα βγήκαν έξω η
καλή μου κι ο ψηλός,
την κρατούσε απ’ την μέση·
εραστής διαχυτικός.
Λέγανε ωραία λόγια σαν
ζευγάρι ταιριαστό,
μ’ έκαψε βαθιά η ζήλεια, μα
το στόμα μου κλειστό.
Η καλή μου με λατρεία τού
’πε «κι αύριο εδώ!».
Μπήκε μόνη της στο σπίτι. Τι
να έκανα εγώ;
Μάζεψα τον εαυτό μου –
σωριασμένο στα κλαδιά –
το μικρό μου το δισάκι και
την άδεια μου καρδιά,
έβαλα μπροστά το δρόμο,
κάπου ν’ αποτραβηχτώ,
μη με δούνε μες στη νύχτα
και διπλά ρεζιλευτώ.
Στο δασάκι με τα πεύκα
λούφαξα σε μια πλαγιά,
λίγον ύπνο παιδεμένο να
περάσει η νυχτιά.
Πριν να φέξει ξαναπήρα δρόμο
δίχως γυρισμό,
κάπου να ξαναριζώσω και να
βάλω και μυαλό…
(ιστορίες ξενιτιάς)