Ο ύπατος τους χαιρετούσε,
εκείνοι τον χειροκροτούσαν,
για τετριμμένα τούς μιλούσε,
ασμένως τα επικροτούσαν.
Κι όταν αναίτια γελούσε,
με συγκατάβαση γελούσαν.
Κάποτε οι πολλοί τα είδαν
τα νήματα που τον κρατούσαν,
αχνά φανήκανε στο βάθος
ποιοι Βησιγότθοι τα
κινούσαν.
Ήτανε μία μαριονέτα
ο ύπατος που τους μιλούσε.
Κατάλαβαν σχεδόν οι πάντες
γιατί αναίτια γελούσε!
Συνέχιζε η μαριονέτα,
παρόμοια λόγια εκφωνούσε.
Απτόητο το ίδιο πλήθος
με σθένος τη χειροκροτούσε.
Ήταν καλή η μαριονέτα,
πολλοί μαζί της βολεμένοι,
και αρκετοί στο ίδιο ψέμα
εδώ και χρόνια εθισμένοι.